Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2013

ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΠΟΥΖΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΠΛΕΤΣΑ « ΟΜΗΡΟΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΔΙΤΗ »


Εν αρχή ην ο προϋπάρχων Λόγος, ο ποιητικός. Εν αρχή ην και ο Θείος Έρως. Ο Όμηρος και η Αφροδίτη, η Ουρανία. Τα δύο αρχέτυπα σύμβολα – ιδέες. Εν αρχή ην, ποιητική αδεία και ο ποιητής. Σκοπός του, μαζί κι όνειρο, να ψαύσει το νήμα της Δημιουργίας, απ’ τη στιγμή την πρώτη ίσαμε το τέλος και μαρτυρία να χαρίσει με τον στίχο του. Κτήμα ανθρώπων ες αεί.
Και εστοχάσθη ο Κοσμών τα Σύμπαντα κι απηύθυνε Άγιο Λόγο. Γεννηθήτω Φως. Κι ιδού μυστήριον μέγα. Φως εκπορεύθηκε λαμπρό ο προϋπάρχων Λόγος. Το εν, το αναλλοίωτο, το πρώτο, η αιτία, το άϋλο κι αθάνατο απέκτησε εικόνα. Η αιώνια η δύναμη, συνάμα κι η ουσία κρύφτηκε μέσα στην μορφή που η ίδια περιέχει. Η ύλη πια γεννήθηκε. Η Δημιουργία υπήρξε.
Είναι ο Ων, άρθρωσε λόγο ο ποιητής. Κι ήταν το μόνο – ή το όλον – που κατόρθωσε να πει.
Νόμοι, τότε, νοήθηκαν δεινοί των ταπεινών πλασμάτων. Ο Χρόνος, μοιραίο αποτέλεσμα γι’ αυτό που έχει αρχή. Ο Χώρος, το όριο του χρόνου. Πεδίο εκδήλωσης της ύλης. Της κάθε κίνησης μοιραίο σκηνικό.
Κι ο ποιητής ένοιωσε δέος. Κι εκφράστηκε με μύθο.
Ο Κύκλος συμπληρώθηκε. Η Τετρακτύς εφάνη. Τέσσερεις οι ορίζοντες. Το ίδιο οι εποχές. Και τα στοιχεία τέσσερα, μαζί και ο λεπτοφυής αιθήρ, ο μορφοποιητής. Και τα στοιχεία πάλεψαν. Κόσμος εσχηματίσθη. Η Τάξις εγεννήθη.
Κι ποιητής το κάλλος θαύμασε. Και το ανείπωτο τραγούδησε με ύμνο.
Και ο Νους εμφύσησε πνοή. Της τάξης ύψιστη στιγμή, η ύπαρξη των όντων. Ζωή, ψυχή. Κι ιδού μυστήριον μέγα. Εικόνα και ομοίωση, εκεί στην κορυφή. Ένωση ύλης – πνεύματος.
Κι ο ποιητής, συνεπαρμένος πια, φαντάσθηκε. Και δύναμη φυσική δεν αντιτάχθηκε όπου υπήρξε αγάπη. Και Τέχνη δημιουργήθηκε για χάρη τόσου κόπου. Έργα λαμπρά σμιλεύτηκαν. Στον πόθο τον ανθρώπινο δόθηκε ατραπός.
Κι ο ποιητής, σίγουρος πια γι’ αυτόν τον δρόμο πούχε πάρει, ερεύνησε. Εράν το ευ, το σύνθημά του. Και γνώρισε αλήθειες. Και γράμματα σχημάτισε. Και σκέψεις αποτύπωσε.
Ηγέτες τότε φάνηκαν πολλοί κι οδήγησαν τα πλήθη. Πεφωτισμένοι οδηγοί σε δρόμους βάδισαν σοφίας κι αρετής. Και πριν χαθούν κατέδειξαν. Πάντοτε με παράδειγμα. Πολλές φορές και με εκούσια – σαν του Σωκράτους – υπέροχη θυσία.
Ακούω το τραγούδι του ποιητή. Φωτιά γενναία που δεν σταματάς να καις. Φύσημα που δεν κόπασες ποτέ σου, φούσκωσε κι άλλο τα πανιά, γι ακόμα πιο ψηλά. Χάρος μην σε τρομάξει. Το άγνωστο μη φοβηθείς. Ψέμα να μην καταδεχτείς ποτέ για παρηγόρια. Σαν έτοιμος από καιρό, σαν εσέ που αξιώθηκες μια τέτοια χάρη ατένισε…..
Γαλήνη, αρμονία, ομορφιά. Το μέγιστο βυθίστηκε στο άπειρα μικρό, κι αυτό υψώθη αγγίζοντας τον ύψιστο ουρανό. Κι ο ποιητής, μαγεμένος, θέλει ν’ απλωθεί και την Συμπαντική Ιθάκη του ν΄αγγίξει. Κι αγωνιά, καθώς φοβάται για το τέλος του Σύμπαντος, αυτού του αγαπημένου του, που κάποτε θα έρθει. Μα πάλι μέσα του υπάρχει η ελπίδα.
Σύμπαντα και άλλα ίσως να υπάρχουν. Κι εξ άλλου, ο Όμηρος, ο Λόγος ο προϋπάρχων, κι η Αφροδίτη, ο Θείος Έρως, θα υπάρχουν πάντα. Ίσως να φτιάξουν νέους ουρανούς. Το τέλος τότε θάναι μια αρχή.
Κι ο ποιητής τότε προσεύχεται, άνω θρώσκων, σε μια παρουσία παντοδύναμη, γεμάτη αγάπη. Απέραντη κι ασύλληπτη μαζί. Στο άπειρο αναζητά το σώμα της και στην απόλυτη σιγή το όνομά της…..
Αγγίζοντας το τέλος, υπάρχει ακόμη ο ποιητής. Αυτός που μέσα στου χρόνου τη ροή άρθρωσε λόγο. Ένοιωσε δέος και μύθο διατύπωσε. Το κάλλος θαύμασε και έκφρασε τ’ ανείπωτο. Τον συνεπήρε η ομορφιά. Φαντάστηκε, ερεύνησε αλήθειες, τραγούδησε, μαγεύτηκε. Το βλέμμα του ύψωσε ψηλά και προσευχήθηκε.
Υπάρχει, κατά χάριν, ακόμη ο ποιητής. Για να μπορεί μορφές να πλάθει απ’ τον θαυμασμό μας. Στο επιφώνημά μας να χαρίζει εικόνα. Για να ανακαλύπτει διαρκώς ποιός και τι μέσα στο χάος δεν είναι χάος, και να του δίνει διάρκεια. Και να του δίνει χώρο.

Φεβρουάριος 2010 
 Κώστας  Μπούζας  
(Θέατρο Χιλής - Καλαμαριά, 23 Φεβρουαρίου 2010)




ΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΠΟΥΖΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑ ΚΑΡΑΤΖΑ << ΞΕΦΥΛΛΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ >>


(Το κείμενο που ακολουθεί, μέσα από μια υποτιθέμενη εκ των υστέρων επίσκεψη του συγγραφέα στον χώρο του Σωφρονιστικού Καταστήματος Κορυδαλλού, προσπαθεί να σκιαγραφήσει μερικά από τα σημαντικότερα βιώματά του, που αναφέρονται στο βιβλίο του.)
_____________________

 Το κελί έχασκε άδειο σαν ξεψυχισμένο σώμα, με τον μεσημεριανό ήλιο να εισβάλλει μέσα από το μικρό παράθυρο και να σημαδεύει τους βρώμικους τοίχους. Λες κι ήθελε, με τον τρόπο του, να το ξαλαφρώσει, όσο του ήταν δυνατόν, από τις παλιές αναμνήσεις των χρόνων που πέρασαν και να το προετοιμάσει
γι’ αυτούς που θα ’ρθουν. Πάνω στον τοίχο λίγες αποδιωγμένες λέξεις, σαν σύνθημα, σαν βουβή μετέωρη κραυγή: Θεέ μου, πόση μοναξιά έχω όταν πέφτει η νύχτα.
Ένα κελί σαν τόσα άλλα, εκεί, στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Εφήβων Κορυδαλλού. Στη συνέχεια οι διάδρομοι, οι χώροι κοινής χρήσης, το προαύλιο. Σημαδεμένα όλα από τ’ απελπισμένα βήματα των αγνοούμενων ψυχών.

Αυτά τα βήματα ακολούθησε για χρόνια κι ο σωφρονιστικός υπάλληλος Ζαχαρίας Καρατζάς, προσπαθώντας να αφουγκραστεί τα ταραγμένα τους σκιρτήματα, να ανιχνεύσει τις αδιέξοδες σκέψεις τους κι ακόμη, όσο  του ήταν μπορετό, να μερέψει τα φοβισμένα τους βλέμματα.

Να, βλέποντας το μικρό αυτό παράθυρο, σαν να’ ταν  τώρα του ’ρχονται στο νου οι στιγμές εκείνες, που οι κρατούμενοι έκαναν σήματα Μορς στις κρατούμενες των απέναντι γυναικείων φυλακών με ότι έβρισκαν, ένα πανί, ένα κομμάτι χαρτί, την νύχτα μ’ έναν αναπτήρα. Η απαγορευμένη επικοινωνία…….

Και, κοίτα να δεις, το ένα φέρνει τ’ άλλο, τι θυμήθηκε ξαφνικά. Τα δύο εκείνα παιδιά, τον Δημήτρη και την Ελένη, από διαφορετικές φυλακές ο καθένας, που συνεννοήθηκαν, κάνοντας σήματα, να αυτοτραυματιστούν, χαράζοντας βαθειά τις φλέβες των χεριών του. Σκοπός τους, να μεταφερθούν στο νοσοκομείο των φυλακών, μόνο και μόνο για να ιδωθούν από κοντά, έστω και για λίγες στιγμές. Και το σχέδιο «πέτυχε». Μέσα στο χάος της γενικής κινητοποίησης, λίγο πριν το κατώφλι του θανάτου, δύο πρόσωπα αγγελικά φωτίζονται με μια όψη ευτυχίας και δύο χέρια ματωμένα απλώνονται, πασχίζουν και αγγίζονται. «Καλή κοινωνία Ελένη». «Καλή απαλλαγή Δημήτρη». Που να το ’ξεραν τότε, ότι σήμερα, χρόνια αργότερα, θα ήταν παντρεμένοι με δύο παιδιά, ευτυχισμένοι στο σπιτικό τους.

Χαμογέλασε μ’ ένα χαμόγελο πικρό, καθώς σκέφτηκε πόσο δύσκολα θα μπορούσε κάποιος που δεν τα ’χει ζήσει, να τα πιστέψει όλα αυτά. Να, για παράδειγμα, πως θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι υπάρχουν φυλακισμένοι που αυτοτραυματίζονται, μόνο και μόνο γιατί τους λείπει τόσο έντονα η στοργή, η αγάπη και η αναγνώριση. Προσδοκούν έτσι να τρέξουν δίπλα τους κάποιοι άνθρωποι, να τους βοηθήσουν κι αργότερα, στο νοσοκομείο, να εισπράξουν κάποια δόση συναισθήματος, λίγη φροντίδα κι ίσως κι έναν καλό λόγο πάνω στην κρίσιμη ώρα. Τι να πεις…..

Προχώρησε στον διάδρομο, με τα βήματά του να πέφτουν αργά στης σκέψης τον ρυθμό. Καθώς βγήκε στο προαύλιο, το βλέμμα του έπεσε κατ’ ευθείαν πάνω στους τοίχους. Φρέσκος ασβέστης είχε σκεπάσει μια ακόμα βουβή κραυγή: «Τον Γιάννη θα τον φάει η μοναξιά του». Τίναξε γρήγορα μακριά το κεφάλι. Δεν ήθελε να θυμηθεί ότι τον Γιάννη τον είχαν βρει μια μέρα κρεμασμένο.

Καθώς έφερε το βλέμμα του ένα γύρο, αντίκρισε τα μεγάλα επιβλητικά κτίρια, ψυχρά και γκρίζα. Κι ένοιωσε για μια στιγμή, εκεί μέσα στο προαύλιο, σαν να βρίσκεται μέσα στην παγωμένη αγκαλιά τους. Σαν τότε που ’κανε στον ίδιο χώρο νυχτερινή υπηρεσία. Θυμάται πως όταν πλησίαζε τα κτίρια, άκουγε να βγαίνει ένας υπόκωφος θόρυβος, μια βοή, σαν να μαινόταν η έκρηξη κάποιου ηφαιστείου. Μια βοή που προκαλούσε δέος και μελαγχολία μαζί και σ’ έκανε  να ανατριχιάζεις. Κι ήταν ήχοι πολλοί μαζί. Ήταν συζητήσεις, αναστεναγμοί από τα βάσανα της φυλακής, παράπονα, λυπητερά σιγοτραγουδίσματα, χαμηλές φωνές απόγνωσης. Μια βοή, σαν μακρινός εφιάλτης, που στοιχειώνει ακόμα τα όνειρά του.

Πήρε αντίθετα τον δρόμο για την έξοδο, μόλις  το ένοιωσε να βαραίνει αφόρητα η ψυχή του. Και ξαναπέρασε μπροστά από τα κελιά. Και σ’ ένα κοντοστάθηκε. Σαν να ’ταν τώρα του ’ρθε στο μυαλό ο διάλογος που έκανε κάποτε με δύο κρατούμενους, τον Γιώργο και τον Τάκη. Τον παρακαλούσαν τότε, να στρίψει το κλειδί μόνο μια φορά καθώς θα κλείδωνε την βαριά σιδερένια πόρτα, να έτσι, για να νοιώθουν λίγο πιο ελεύθεροι. Θυμάται πως τη νύχτα εκείνη δεν έστριψε το κλειδί στην πόρτα τους καμία φορά. Έτσι κι αλλιώς υπήρχαν τόσες ακόμη σιδερένιες πόρτες και συρματοπλέγματα και τοίχοι πανύψηλοι και φύλακες….

Σαν βγήκε από τη φυλακή, για λίγο στάθηκε και κοίταξε προς τα γκρίζα κτίρια. Ένοιωθε, σαν να ’θελε να κλείσει όλα αυτά τα χρόνια που έζησε εκεί, σε μια γωνιά του μυαλού του, προσεκτικά, μη του ξεφύγει κάτι, και να τα κρατήσει εκεί καλά φυλαγμένα για πάντα.

Αυτός, ο Ζαχαρίας Καρατζάς, Παιδαγωγός και Κοινωνικός Λειτουργός. Στην αρχή της καριέρας του παιδονόμος στο Αναμορφωτήριο Στοιχειώδους Εκπαίδευσης Αρρένων Κορυδαλλού. Αργότερα, σύμβουλος της Λαϊκής Επιμόρφωσης στο Υπουργείο Πολιτισμού. Κάπου ανάμεσα σωφρονιστικός υπάλληλος στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Κορυδαλλού.

Καθώς αναλογίζεται σήμερα τα όσα έζησε, με την γαλήνη και την ψυχραιμία που χαρίζει η απόσταση του χρόνου, έχει το δικαίωμα να αναγνωρίσει στον εαυτό του ότι έκανε τον αγώνα τον καλό. Δεν δέχτηκε ποτέ του την κυνική ρήση της φυλακής, ότι ο κρατούμενος είναι κάρβουνο, το οποίο όταν είναι αναμμένο σε καίει και όταν είναι σβηστό σε μουτζουρώνει. Ένοιωθε πάντα συμπόνια γι’ αυτούς τους ανθρώπους, που αγωνίζονταν να εξαργυρώσουν το κοινωνικό τους χρέος. Το παραδέχεται κι ο ίδιος, ότι είναι δύσκολο να μπορέσεις να επιβιώσεις σαν υπάλληλος σ’ αυτούς τους χώρους, χωρίς να αλλοτριωθείς. Παρ’ όλα αυτά όμως αυτός άντεξε. Δεν δέχτηκε ποτέ του ότι η τρομοκράτηση είναι η αναγκαία τακτική. Αυτός αντέταξε την ανθρωπιά. Και στα μηνύματα που βγαίνουν από το σύστημα της φυλακής, που, όπως μας λέει, είναι φόβος, φόβος και μόνο φόβος, αυτός αντιπαράθεσε τα δικά του: ελπίδα, ελπίδα και πάντα ελπίδα…..

Ιανουάριος 2010
Κώστας  Μπούζας
(Διοργάνωση εκδήλωσης: Ένωση Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος,
Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, 25 Ιανουαρίου 2010)