Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΖΩΣΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

Στην Ελλάδα ο κλασσικιστικός κυρίως προσανατολισμός της Αρχαιολογικής έρευνας, συνέτεινε στο να τεθεί σε δεύτερη – συγκριτικά – μοίρα οτιδήποτε είχε να κάνει με την αποκαλούμενη προϊστορική εποχή (προσωπικά θεωρώ ως πιο δόκιμο τον όρο «πρωτοϊστορική εποχή»). Παρ’ όλα αυτά η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως κατά καιρούς εντυπωσιακά ευρήματα. Καταθέτουμε εδώ μερικά από αυτά (1):
  • Λίθινος πέλεκυς στον Αλιάκμονα 250.000 ετών.
  • Λίθινος χειροπέλεκυς στο Παλαιόκαστρο Σιάτιστας, 100.000 χρόνων.
  • Εργαλεία στις όχθες του Πηνειού κοντά στη Λάρισα, 50.000 έως 100.000 ετών   .
  • Εργαλεία βρέθηκαν επίσης : στην κοιλάδα του Λούρου 35.000 έως 50.000 ετών, στο σπήλαιο Ασπροχάλικο Ιωαννίνων 40.000 ετών, στη Σιάτιστα 100.000 ετών, σε Ήπειρο και Πελοπόννησο 10.000 έως 100.000 ετών, στην Αλόννησο 10.000 έως 100.000 ετών.
  • Στην Αχαΐα 70 οικισμοί που ανάγονται στο 6500 π.Χ.
  • Κτίσματα στην Κρήτη (τα ανακάλυψε ο Έβανς), της ι-ιβ΄ χιλιετίας .
  • Προκεραμικά   στο Διμηνιό Θεσσαλίας, 8.000 ετών.
  • Ποικίλα έργα τέχνης στην Κύπρο, 8.000 ετών.
  • Ειδώλια και ενώτια στο Κεφαλόβρυσο Τρικάλων, στο Πήλιο, στη Μαγούλα Θεσσαλίας και στη Μεθώνη Βόλου, 8.000 ετών.
  • Μαρμάρινο ειδώλιο ανδρός στην Κνωσσό, 8.000 ετών.
  • Μεταλλουργική εγκατάσταση στα Αγιωργίτικα της Μαντινείας, 2500 έως 1700 π.Χ. (2).
  • Στο Φράγχθι Ερμιονίδος, οψιδιανός λίθος που μεταφερόταν εκεί από την Μήλο πριν από 10.000 έως 12.000 χρόνια (!)(3). Δηλαδή από τότε – τουλάχιστον – στο Αιγαίο υπήρχαν λατομεία- εμπόριο, ναυσιπλοΐα) (!).
  • Στη Λήμνο, ο προϊστορικός οικισμός της Πολιόχνης που ανάγεται στην τέταρτη χιλιετία π.Χ. Οι ανασκαφές εκεί απεκάλυψαν κτίριο το οποίο απεκλήθη «βουλευτήριο»(!). Η πόλη αυτή καταστράφηκε το 2100 π.Χ. από σεισμό.
Αφήσαμε για το τέλος την συνταρακτική ανακάλυψη από τον αρχαιολόγο Γ. Χουρμουζιάδη στο Δισπηλιό της Καστοριάς, ξύλινης πινακίδας, με μια επιγραφή που αποτελεί το αρχαιότερο γραπτό κείμενο στον κόσμο.
Η πινακίδα χρονολογήθηκε με τη μέθοδο του C – 14 στο 5250 π.Χ. Το ξύλο είχε συντηρηθεί θαμμένο στην ιλύ της λίμνης. Οι χαρακτήρες αναγνωρίστηκαν σαν πρώιμη Ελληνική γραφή, που συγγενεύει με τη Γραμμική Α. Ο Καλλίμαχος Διογένης, βασιζόμενος στη Γραμμική Α, έκανε μια πρώτη προσπάθεια αναγνώσεως της επιγραφής και έδωσε το εξής κείμενο: « Στον Κάστορα της Θεσπρωτίας λίμνης της Δύσης ( ή των δύο λιμνών ) τον ήρωα (4). 

Εκτός από την πινακίδα αυτή, οι ανασκαφές στο Δισπηλιό της Καστοριάς έδειξαν ότι εκεί υπήρχε ην 6η χιλιετία π.Χ. οργανωμένος οικισμός. Οι κάτοικοι του οικισμού έφταναν τις 5.000, ζούσαν σε λιμναίες κατοικίες, αλίευαν, κυνηγούσαν και καλλιεργούσαν τη γη (βρέθηκαν απολιθωμένοι σπόροι). Επίσης χρησιμοποιούσαν εργαλεία και όπλα. Στην ίδια περιοχή τέλος, κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, βρέθηκε το αρχαιότερο μουσικό όργανο σ΄όλο τον κόσμο. Μια οστέινη φλογέρα.

Μετά από όλα αυτά, αλλά και πολλά άλλα συγκλονιστικά στοιχεία που έχουν προκύψει από ανάλογες ανασκαφές σ’ όλο τον Ελληνικό χώρο (όπως για παράδειγμα τα συγκλονιστικά ευρήματα του σπηλαίου των Πετραλώνων με κορυφαίο το κρανίο του αρχανθρώπου ηλικίας 200.000 – 260.000 ετών), η θεωρία που ήθελε του Έλληνες να πρωτοφτάνουν στο χώρο αυτό περίπου το 2000 π.Χ. φαντάζει πλέον τόσο εύθραυστη, παραπαίουσα και θνησιγενής (άσχετα αν παρόλα αυτά, με ανεξήγητη επιμονή, συνεχίζει να διδάσκεται στα σχολεία, τη στιγμή μάλιστα που κατηγορηματικά τονίζουν το αντίθετο οι: Πλάτων, Λυσίας, Ισοκράτης, Περικλής, Διογένης Λαέρτιος, Οράτιος, Στράβων, Αισχύλος και τόσοι άλλοι). Εμείς δεν έχουμε παρά να αρκεστούμε στον Ισοκράτη και να τον αφήσουμε να της δώσει τη χαριστική βολή μέσα από τον «Πανηγυρικό» του:

«Διότι την χώραν αυτήν κατοικούμε όχι κατόπιν εκδιώξεως άλλων που την κατοικούσαν, ούτε κατόπιν καταλήψεως αυτής, που ήτο έρημος κατοίκων, ούτε κατόπιν εγκαταστάσεως ημών εις αυτήν ως ομάδος αποτελούμενης από διάφορα φύλα, αλλ’ αντιθέτως, είναι τόσον ευγενές και γνήσιον το γένος μας, ώστε εις την χώραν αυτήν, η οποία μας εγέννησε από τα σπλάχνα της, εις αυτήν εξακολουθητικώς άνευ διακοπής κατοικούμεν, διότι είμεθα αυτόχθονες και δι’ αυτό ημείς μόνον ημπορούμε να προσαγορεύομεν την πόλιν μας με τας ιδίας λέξεις, με τας οποίας προσαγορεύομεν τους στενότερους συγγενείς μας» (5).

Βιβλιογραφία:   
  1.  «ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΙΟΙ  Η ΑΙΓΑΙΟΙ ;» Γ. Γεωργαλά (σελ. 16).
  2.  Εφημ.«ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 29-1-1996, άρθρο Θ. Σπυρόπουλου, καθηγητή Αρχαιολογίας.
  3.  «ΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΙΣ–ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΛΛΑΣ», C. Renfrew, εκδ. ΕΤΕ,1973(σελ.180).
  4.  Περιοδικό «ΔΑΥΛΟΣ», 147/ 1994.
  5.  «Πανηγυρικός», Ισοκράτη, 24.

(Κ. Μπούζας, 2013)

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Μια ιστορική αναδρομή μέσα στο χρόνο για την πιο σημαντική αντρική φροντίδα: Το ξύρισμα


1. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΥΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΞΥΡΙΣΜΑΤΟΣ

Για τους Αρχαίους Έλληνες (όπως και άλλους αρχαίους λαούς) η μακριά κόμη θεωρούνταν στολίδι και ένδειξη λεβεντιάς.

Το επάγγελμα του κουρέα είναι γνωστό πριν από τον 5ο αιώνα π.χ.
Παλαιότερα, στους αρχαίους χρόνους συνηθιζόταν η γενειάδα.

Στους Αρχαίους και Βυζαντινούς άρεσε το «κατσάρεμα» της γενειάδας. (Οι τελευταίοι μάλιστα περιποιούνταν τα γένεια τους με λάδι και χέννα και τις κατσάρωναν με καυτό σίδερο).

Μόνο ο Μ. Αλέξανδρος κατήργησε την γενειάδα με την δικαιολογία ότι στη μάχη οι εχθροί τους έπιαναν απ’ τα γένια.

Αργότερα (νεώτερη εποχή), η ανέχεια ανάγκασε πολλούς να κουρεύονται μόνοι τους με τα «φραγκοψάλιδα» και να ξυρίζονται με καλά ακονισμένα μαχαίρια.

Στην αρχή τα κουρεία ήταν υπαίθρια. Τα πρώτα μόνιμα κουρεία (Μπαρμπεράδικα), έκαναν την εμφάνισή του στις αρχές του 20ου αιώνα (στην Θεσσαλονίκη αυτά στήθηκαν από καλάμια).

Οι μπαρμπέρηδες έκαναν και άλλες δουλειές (Γιατρός αισθητικός, εξαγωγή δοντιών εξαγωγή δοντιών, έβαζαν βδέλλες για αφαίμαξη, έκοβαν βεντούζες, καταπλάσματα στο στομάχι κ.λ.π.).

Πολλοί μπαρμπέρηδες έστηναν πρόχειρο πάγκο έξω από χάνια και μαγειρεία.

Στα 1918 άρχισαν να εκδίδονται οι πρώτες αστυνομικές διατάξεις που ρύθμιζαν την υγιεινή και την καθαριότητα των κουρείων.

2. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΞΥΡΑΦΙΟΥΗ χρήση του ξυραφιού ανάγεται στην Μινωική εποχή.

Οι Αρχαίοι Έλληνες το ονόμασαν ξυρό και μιλάει γι’ αυτό ο Όμηρος.Τα μινωικά ξυράφια είχαν λεπίδα τραπεζοειδή, τριγωνική ή καμπύλη. Η σημερινή μορφή των ξυραφιών (κλασσική λεπίδα που διπλώνει μέσα στην λαβή) ανάγεται στον 16ο αιώνα μ.Χ. Η λαβή τους είναι ξύλινη, κοκάλινη, μεταλλική ή από βακελίτη ή συνθετικό κόκαλο αργότερα.



3. Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΞΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΜΗΧΑΝΗΣ Όπως είπαμε από τον 16ο αιώνα, υπήρχαν οι λεπίδες, όπως τις ξέρουμε σήμερα . Ήταν λεπίδες που δίπλωναν μέσα στην λαβή σε ειδική εγκοπή.



Τον 19ο αιώνα δημιουργήθηκε μία «κοντή»λεπίδα (το πρώτο ξυραφάκι), διατομής όπως και η έως τώρα λεπίδα.

Παράλληλα δημιουργήθηκαν μηχανικές διατάξεις ( οι πρώτες ξυριστικές μηχανές) για να τοποθετείται αυτό (το ξυραφάκι κρατιόταν στην μηχανή με βίδες, ελάσματα, μανταλάκι κ.λ.π.).


Στις αρχές του 20ου αιώνα, δημιουργήθηκε το ξυραφάκι μιας κόψης, που όμως διέφερε από το προηγούμενο, στο ότι ήταν ολόκληρο λεπτό.

Με πολύ μικρή χρονική διαφορά δημιουργήθηκε και το ξυραφάκι δύο κόψεων σε διάφορους τύπους. Από αυτά τα δύο, το μεν πρώτο διατηρήθηκε μέχρι την 2ηδεκαετία του 20ου αιώνα, ενώ το δεύτερο μέχρι σήμερα.

Παράλληλα δημιουργήθηκαν και οι ανάλογες μηχανές.

Πάντως πολλές συσκευασίες μηχανών 1ης και 2ης γενιάς περιελάμβαναν επί πλέον και διατάξεις, που με το ίδιο ξυραφάκι λειτουργούσαν σαν κλασσικές λεπίδες.


Σαφής στόχος για να μην αποστερηθεί ο χρήστης της ξυριστικής μηχανής από τον «ρομαντισμό» της λεπίδας.

3. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΞΥΡΑΦΙΟΥ – ΞΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΜΗΧΑΝΕΣ16ος αιώνας. Η κλασσική λεπίδα ξυρίσματος που διπλώνει σε στέλεχος. Μέχρι σήμερα.

19ος αιώνας. Η λεπίδα γίνεται κοντή και τοποθετείται σε ειδική μηχανική διάταξη. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.

20ος αιώνας. Ξυραφάκι μιας κόψης, λεπτό για πρώτη φορά. Μέχρι την 2η δεκαετία του 20ου αιώνα. Ανάλογα μετατρέπεται και η ξυριστική μηχανή.

20ος αιώνας αρχές. Ξυραφάκι 2 κόψεων.
Μέχρι σήμερα. Ανάλογη και η ξυριστική μηχανή.

4. ΚΙΝΗΤΡΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΗΣ ΞΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΜΗΧΑΝΗΣΠοιο όμως υπήρξε το κίνητρο για την κατασκευή της ξυριστικής μηχανής, που θα αντικαταστούσε σε μεγάλο βαθμό την πατροπαράδοτη λεπίδα;

Μια ένδειξη που γραφόταν σε όλες σχεδόν τις μηχανές 1ης γενιάς και στις περισσότερες της 2ης γενιάς, (στην 3ηγενιά η ένδειξη πια αναγράφεται σπάνια, διότι στον βαθμό που επικρατούσε η ξυριστική μηχανή έναντι της λεπίδας εξέλιπαν και οι λόγοι προπαγάνδας), δίνει την απάντηση. Η ένδειξη αυτή «SAFETY RAZOR» παρέχει και το συγκριτικό πλεονέκτημα της ξυριστικής μηχανής έναντι της λεπίδας.

Πράγματι η ξυριστική μηχανή είναι ασφαλής σε σύγκριση με την λεπίδα, γιατί μ’ αυτήν κινδυνεύει κάποιος απλά να κοπεί, ενώ με την δεύτερη μπορεί κυριολεκτικά να σφαγεί (λαρύγγι, αρτηρίες κ.λ.π.). Ο κίνδυνος βέβαια αφορούσε τόσο αυτόν που την χρησιμοποιούσε, όσο κα άλλα μέλη της οικογένειας. Ασφάλεια λοιπόν παρείχε η νέα εφεύρεση.
Στην εξέλιξή της τώρα η ξυριστική μηχανή έδωσε την ευκαιρία διαρκών κερδών στις εταιρείες, αφού τα ξυραφάκια 2ης και 3ης γενιάς ήταν αναλώσιμα, φθείρονταν και έπρεπε να ανανεώνονται. (Της 1ης γενιάς, όπως είπαμε, ήταν στην ουσία μικρές λεπίδες, ανθεκτικές που θεωρητικά διαρκούσαν στο βάθος του χρόνου όσο και οι λεπίδες).

5. ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΑ ΜΗΧΑΝΩΝ 3ΗΣ ΓΕΝΙΑΣ Εκεί που οι μηχανές γνωρίζουν μια άνθηση και έκρηξη ποικιλομορφίας είναι η 3η γενιά. Έχοντας πλέον καθιερωθεί, προσπαθούν να προσελκύσουν τους πελάτες με μια πολυμορφία αλλά και συνεχή διαφοροποίηση των λειτουργικών τους χαρακτηριστικών.

Αυτή η διαφοροποίηση αφορά:

α) Στο σχήμα του ξυραφιού (και φυσικά της ξυριστικής μηχανής). Αυτό γίνεται στρογγυλοποιημένο στις άκρες (για να αποφεύγεται το κόψιμο). Γίνεται ακόμη πλάγιο (προφανώς για τον ίδιο λόγο). Αποκτά σχισμή στη μέση (και όχι τρύπες), πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα ανθεκτικότερες ξυριστικές μηχανές.

β) Στο υλικό της ξυριστικής μηχανής. Μεγάλα τμήματα αυτής κατασκευάζονται από βακελίτη, με επιδίωξη την ελάττωση του βάρους. (Μετά τα μέσα του 20ου αιώνα κάνει δειλά την εμφάνισή του και το πλαστικό, που χρησιμοποιείται όμως πάρα πολύ μετά το 1970).

γ) Στο υλικό της συσκευασίας. Το κουτί της ξυριστικής μηχανής γίνεται ξύλινο, βακελιτένιο, ακόμη και χαρτονένιο με επιδίωξη και πάλι το βάρος.

δ) Στο σχήμα της ξυριστικής μηχανής και κυρίως της λαβής. Η λαβή γίνεται κοντή, αλλά γρήγορα το μοντέλο εγκαταλείπεται ως μη λειτουργικό.



Στα πλαίσια πάντα της προσπάθειας μείωσης του μεγέθους, ανακαλύπτεται η μηχανή με την συναρμολογούμενη λαβή από 2 ξεχωριστά κομμάτια.

ε) Στον τρόπο λειτουργίας της ξυριστικής μηχανής. Το άνοιγμα της ξυριστικής μηχανής γίνεται πια και με περιστροφή βίδας (π.χ.GILLETTE με 2 πορτάκια ή καπάκι με την μακριά βίδα).

Επίσης εφευρίσκεται η ρύθμιση της μηχανής με περιστρεφόμενο αριθμημένο δίσκο (GILLETTE).

6. ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΤΗΣ ΞΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΜΗΧΑΝΗΣ Η ξυριστική μηχανή στο σπίτι αποθηκεύεται στο μεγάλο ξύλινο κουτί, μέσα στο οποίο υπάρχουν και τα άλλα παρελκόμενα π.χ. σαπούνι, πινέλο, μπολ για σαπουνάδα, στικ για τα κοψίματα, ξυραφάκια, καθρεφτάκι, κολόνια κ.λ.π. Παράλληλα όμως εξελίσσονται και τα σετ ταξιδιού της εποχής.

Δερμάτινες θήκες που περιλαμβάνουν (εκτός της μηχανής) καθρέφτη, θήκη για σαπούνι, θήκη για κολόνια, πινέλο, μπολ για σαπουνάδα, πολλές φορές οδοντόβουρτσα και νυχοκόπτη κ.λ.π. Η θήκη αυτή την μεταγενέστερη εποχή μετατρέπεται σε πλαστική.

7. ΤΟ ΑΚΟΝΙΣΜΑ ΤΩΝ ΞΥΡΑΦΙΩΝΝαι, τα ξυραφάκια ήταν πάντα ακριβά και ναι τα ξυραφάκια ακονίζονταν. Άσχετα με το αν το αγνοεί ο πολύς κόσμος, ο οποίος νομίζει ότι ακονίζονταν μόνο οι λεπίδες, τα ξυραφάκια και των 3 γενεών κι αυτά ακονίζονταν.



Οι σχετικές μηχανές τα ακόνιζαν σε πέτρα, σε δέρμα, σε μέταλλο, ακόμη και σε γυαλί. Επιδίωξη να διαρκέσουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Υπάρχει σχετική διαφήμιση της Ελβετικής εταιρείας ALLΕGRO που υπόσχεται διάρκεια ξυραφιού ενός χρόνου. Βέβαια οι φτωχότεροι μη μπορώντας να αγοράσουν τέτοιες μηχανές, ανακάλυπταν δικές τους «πατέντες», όπως το τρίψιμο του ξυραφιού, που κρατιέται ανάμεσα σε δύο δάχτυλα, στο εσωτερικό ενός γυάλινου ποτηριού.

Η ακρίβεια εξάλλου των ξυραφιών δικαιολογεί την «αξυρισιά» πολλών την εποχή εκείνη, ή την συνέχιση του ξυρίσματός τους με την παραδοσιακή λεπίδα που ακονίζονταν κατά κανόνα σε πιο απλές συσκευές (λωρίδες δέρματος κυρίως ή καραβόπανου ή κατάλληλες πέτρες).

Οι κατασκευαστές ξυριστικών μηχανών απάντησαν με απλές δερμάτινες λωρίδες που τις ενσωμάτωναν μέσα στην συσκευασία πολλών ξυριστικών μηχανών. Γενικά όλη η ιστορία της ξυριστικής μηχανής και των παρελκομένων της, μπορεί να διαγραφεί σαν ένας αγώνας δρόμου μεταξύ των εταιρειών για την απόκτηση συγκριτικών πλεονεκτημάτων και την συνεπαγόμενη προσέλκυση του υποψηφίου πελάτη. Παράλληλα βέβαια κατασκευάζονταν και «ακονιστήρια» για τις κλασσικές λεπίδες που ποτέ δεν καταργήθηκαν.

8. ΑΞΕΣΟΥΑΡ – ΜΙΚΡΟΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑΌπως αναφέρθηκε και παραπάνω, υπήρξε ένα πλήθος αξεσουάρ και μικροαντικειμένων, που είτε συμπεριλαμβάνονταν στη συσκευασία της ξυριστικής μηχανής, κάνοντάς την πιο ελκυστική, είτε πουλιόταν ανεξάρτητα.



Αναφέρονται χαρακτηριστικά: μικρές λωρίδες ακονίσματος, κάλυμμα της κεφαλής της ξυριστικής μηχανής για αποφυγή ατυχημάτων, μεταλλικές θήκες ξυραφιών, θηκούλα για στικ για κοψίματα, πανιά για σκούπισμα εξαρτημάτων, βουρτσάκια για τον καθαρισμό της ξυριστικής μηχανής (συνήθως σε δερμάτινες θήκες . Ακόμη ειδική συσκευή μικρού μεγέθους για το κόψιμο των τριχών της μύτης κ.λ.π.

9. ΤΟ ΞΥΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ (ΞΥΡΑΦΑΚΙΑ ΧΥΜΑ) Όπως ήδη είπαμε τα ξυραφάκια ήταν ακριβά, όπως όλα σχεδόν τα είδη κάποτε. Για τον λόγο αυτό και για να μπορούν να ανταποκριθούν οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις, κυκλοφόρησαν τα χύμα ξυραφάκια.




Η συσκευασία ήταν χαρτονένιο κουτί των 100 ξυραφιών. (Χαρακτηριστικό είναι, ότι αυτό ήταν σύμφωνο με το πνεύμα της εποχής, αφού και άλλα είδη (π.χ. τσιγάρα) κυκλοφορούσαν και χύμα). Στην φωτο. ένα τέτοιο κουτί με ξυραφάκια χύμα μάρκας STELLA από την SOLINGEN.

10. ΜΕΤΑ ΤΟ ΞΥΡΙΣΜΑ (ΞΥΡΑΦΑΚΙΑ ΓΙΑ ΑΛΛΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ) Ξαναγυρνώντας στο θέμα της ακρίβειας των ξυραφιών, πρέπει να σημειώσουμε κάτι ενδεικτικό. Αφού τα ξυραφάκια είχαν υποστεί με την πολλή χρήση και τα πολλά ακονίσματα μεγάλη φθορά, παρόλα αυτά δε πετιόταν. Χρησιμοποιούνταν σε άλλες συσκευές (π.χ. ξύστρες μολυβιών και διάφορα εργαλεία), στις οποίες δεν απαιτούνταν η τέλεια λεπίδα που απαιτείται για το ανθρώπινο πρόσωπο.



Αυτά σε μια εποχή που τίποτα δεν πήγαινε χαμένο και τίποτα δεν πετιόταν. (Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα σκαλίσματος της γκλίτσας ή άλλων εργασιών με παλιές λεπίδες που ήταν ακατάλληλες πια για ξύρισμα). Στην φωτ. τρεις ξύστρες για μολύβια, στις οποίες χρησιμοποιούνταν ξυραφάκια.

11. ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ - ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ Από την δεκαετία του 1950 περίπου αρχίζει και η ιστορία της ηλεκτρικής ξυριστικής μηχανής.



Ο πρόγονός είναι η κουρδιστή ξυριστική μηχανή, που εξελίσσεται σε ηλεκτρική .

Μια κρίσιμη καμπή τώρα στην ιστορία της ξυριστικής μηχανής υπήρξε η χρησιμοποίηση του πλαστικού σαν υλικό κατασκευής. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι αυτό συνέβη σε ένα πλήθος αντικειμένων, αλλάζοντας τις ως τότε συνήθειες.

Έτσι από τις δεκαετίες του 1940 και 1950, αρχίζει δειλά στην αρχή και ραγδαία αργότερα η χρησιμοποίηση διαφόρων πλαστικών ουσιών. Χαρακτηριστική και η διαφήμιση και το prospectus της πρώτης από αυτές τις μηχανές, που ούτε λίγο ούτε πολύ θριαμβολογεί για την νέα εξέλιξη.

Μία ακόμη εξέλιξη, που συμβαίνει παράλληλα στην νεώτερη εποχή, είναι μια όλο και μεγαλύτερη εισβολή ξυραφιών, διαφορετικών από τα παραδοσιακά. Έτσι πολλές φορές η μηχανή «παίρνει» ξυραφάκι αυτόματα από ένα κουτί με μια κίνηση (π.χ. SCHICK ή GILLETTE ή EVER SHARP).

Το ξυραφάκι εξάλλου από μονό γίνεται διπλό (GILLETTE GII) (ή και στα τέλη του 20ου αιώνα και τριπλό και το 2004 τετραπλό.

Παράλληλα με το πλαστικό. Σαν υλικό κατασκευής χρησιμοποιήθηκε ευρέως και το αλουμίνιο, αλλά με «κλασσικά» εδώ ξυραφάκια.

Αν θέλαμε να αξιολογήσουμε την εισβολή των νέων αυτών υλικών και ειδικά του πλαστικού (το οποίο και κυριαρχεί αποκλειστικά στην αγορά σήμερα), θα λέγαμε ότι είχε σαν αποτέλεσμα την παραγωγή της φτηνής ξυριστικής μηχανής, ακόμη και αυτής της μιας χρήσης (BICK, GILLETTE).

Παράλληλα όμως, όπως άλλωστε συνέβη και σε άλλα πράγματα, αποστέρησε τον άνθρωπο από ένα «προσωπικό» του αντικείμενο. Αντικείμενο το οποίο ήταν δικό του και το έβλεπε για μια ζωή,το χρησιμοποιούσε, το φύλαγε, το καθάριζε και τελικά το αγαπούσε, Αν αυτό έπρεπε εν τέλει να γίνει, είναι σήμερα θέμα μόνο της Ιστορίας.

Φωτογραφίες από την προσωπική συλλογή του συντάκτη του άρθρου:






























































































































(Κ. Μπούζας, 2013)