Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Ημέρες αγάπης

Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Γι’ άλλον ένα χρόνο θα ‘δενε κόμπο την ψυχή του και θα’ κανε υπομονή ώσπου να περάσουν οι γιορτές.
Όχι, δεν ήταν άθεος, ούτε είχε κάτι συγκεκριμένο που να τον βασάνιζε τον καιρό αυτό. Η μοναξιά ήταν, που τις μέρες αυτές της αργίας θέριευε και δάγκωνε την καρδιά του, σαν το ανήμερο θεριό. Αυτή η ύπουλη, ανελέητη, απελπιστική μοναξιά.

Υπάρχει τρόπος να την πολεμήσεις... Τα λόγια του γέροντα ήρθαν να τον γεμίσουν μ’ ερωτηματικά. Κι εκείνος συνέχισε: Ψάξε... Ψάξε για τον αδερφό σου στα νοσοκομεία. Εκεί που οι άνθρωποι καρτερούν για έναν λόγο παρηγοριάς, για ένα άγγιγμα του χεριού. Για μια ανάσα ζωής, για μια ζεστή ματιά. Ψάξε για τον γιό σου ή την κόρη σου στα ορφανοτροφεία. Εκεί που τα παιδιά αναρριγούν για μια σταγόνα γέλιου και χαράς. Για ένα παραμύθι, ένα αστείο. Ίσως κι ένα μικρό, τόσο δα παιχνιδάκι. Ψάξε και για τον πατέρα και τη μάνα σου, εκεί, στα πεζοδρόμια που συχνάζουν οι επαίτες, αυτά τα ναυάγια της ζωής. Κι αν δεν θέλεις να φτάσεις τόσο μακριά, δεν έχεις παρά να χτυπήσεις την πόρτα του διπλανού σπιτιού που σε χρειάζεται, γιατί πάντοτε και σε κάθε δρόμο υπάρχει ένα τέτοιο σπίτι κι είσαι ευπρόσδεκτος σ’ αυτό. Ψάξε...

Εκεί που έδειχνε να τελειώνει, φάνηκε να θυμήθηκε κάτι ακόμη. Με μια λάμψη στα μάτια, συνέχισε: κάποτε έσκυψα κι έσφιξα το χέρι ενός ηλικιωμένου επαίτη, ζητώντας του συγγνώμη που δεν βρήκα στην τσέπη μου κάτι να του δώσω. Ξέρεις τι μου απάντησε; Αν γνώριζες πόσο καιρό έχει να μου σφίξει άνθρωπος το χέρι με αγάπη. Μου έδωσες το παν...

(Κ. Μπούζας: ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ, 2009)