Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

Ένα παιδί γεννήθηκε απόψε

(Στον χρόνο που ήρθε)


Απόψε έγινε ένα θαύμα. Το μεγαλύτερο ίσως θαύμα αυτού εδώ του κόσμου κι ας μην το συνειδητοποιούμε απόλυτα. Είναι η συνεχής επανάληψη που δημιουργεί συνήθεια και αποτρέπει απ’ το ν’ αναζητήσεις την μαγεία των πραγμάτων. Κι όμως... Ήταν η πιο βαθιά στιγμή της νύχτας, λιγάκι πριν το χάραμα. Η ώρα εκείνη που όλα βουβαίνονται, λες και το νοιώθουν πως επίκειται της φύσης η ιερή στιγμή. Η νύχτα σε λίγο θα δίπλωνε νωχελικά τα πέπλα της και όλα λαχταρούσαν τον ερχομό του ήλιου, του αφέντη. Και τότε συνέβη... Ήρθε στον κόσμο ένα παιδί...

Κι ήρθε να σπάσει η σιωπή από το κλάμα. Σάστισαν τα πουλιά επάνω στα κλαδιά και φτερούγισαν κι όλα τα πλάσματα της νύχτας για λίγο κοντοστάθηκαν, ν’ αφουγκραστούν την ένταση, μυρίζοντας τριγύρω τον αέρα. Τι θα μπορούσε να ‘ναι αυτό που δεν λογάριαζε της ώρας την σιγή και αψηφούσε της φύσης ολάκερης την ιερή στιγμή. Τι άλλο από μια ιερότερη στιγμή... Γεννήθηκε απόψε ένα παιδί...

Και την ώρα εκείνη πήρε να διαλύεται το μισοσκόταδο του δωματίου. Την θέση του κατέλαβε ένα κατάλευκο, γλυκύτατο φως. Ένα μυστήριο φως, τόσο λαμπρό, που όμως δεν πλήγωνε τα μάτια. Και μέσα απ’ αυτό φάνηκαν να αναδύονται τρεις πανώριες κόρες. Τόσο όμορφες, που δεν μπορούσες καν να τις κοιτάξεις κατά πρόσωπο. Σαν προσπαθούσες, σ’ έλειωνε η συγκίνηση, τα μάτια σου γέμιζαν δάκρυα και έπεφταν στην γη.

Τότε η μεσαία απ’ τις τρεις τον λόγο πήρε: το φως αυτό που είδες είναι το καθαρό φως των Χαρίτων και μεις οι Χάριτες, οι κελαδηννές, όπως μας αποκαλεί ο Πίνδαρος, ο τόσο προσφιλής μας. Αγλαΐα, Ευφροσύνη και Θάλεια τα ονόματά μας. Είμαστε εδώ για να προσφέρουμε τα δώρα μας στο νεογέννητο. Χαρά, ωραιότητα, ευμένεια, ευχαριστία. Και να γνωρίζετε ένα πράγμα. Δίνει μεγάλη σημασία σε κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο ο Θεός. Κι οι τρεις οι κόρες, οι αιθέριες, άρχισαν να αστράφτουν και να λάμπουν όλο και πιο πολύ, ώσπου στο τέλος γίναν φως.  

Σαν αυτό υποχώρησε, μετά από λίγο, τρεις άλλες κόρες την θέση τους είχαν πάρει. Ντυμένες στα κατάλευκα, ευθυτενείς και σοβαρές. Μέσα στα μάτια τους γινόταν αμέσως αντιληπτή μια αίσθηση ευθύνης.

Τότε η μεσαία απ’ τις τρεις, στο ανάστημα η πιο μικρή, που όμως φαινόταν να ‘ναι η ισχυρότερη απ’ όλες, πήρε τον λόγο: είμαστε οι Μοίρες οι λευκοφορούσες, όπως αρέσκεται να μας αποκαλεί και ο Ορφεύς, ο τόσο προσφιλής μας. Είμαι η Άτροπος, η αναπότρεπτη κι οι αδερφές μου, η Λάχεσις, η απονέμουσα και η Κλωθώ. Είμαστε όλες κλώστριες και κλώθουμε τις μέρες της ζωής σας.
Στάθηκαν τότε όλες γύρω απ’ την κούνια. Κι η πρώτη άπλωσε τα χέρια πάνω απ’ το βρέφος και είπε: τον κόσμο όλο θ’ αγκαλιάσει μέσα του. Κι η δεύτερη το ακούμπησε στο στήθος με την παλάμη και συνέχισε: την καλοσύνη της ψυχής του θα σκορπίσει γύρω του. Κι η Τρίτη, αφού το φίλησε απαλά στο μέτωπο, τον λόγο ολοκλήρωσε: το όραμα θα τον φλογίζει κάθε του στιγμή και θα τον προστατεύει η αγάπη.

Αμέσως ύστερα, οι κόρες οι περήφανες άρχισαν ν’ αστραποβολούν όλο και περισσότερο, ώσπου στο τέλος γίναν φως. Και λίγο πριν χαθούν, δύο τελευταία λόγια η Άτροπος απόσωσε: και μην ξεχνάτε ένα πράγμα. Δίνει μεγάλη σημασία σε κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο ο Θεός.

Η νύχτα πάνε ώρες πούχε φύγει, μαζί με τα μυστήριά της. Η μέρα είχε προχωρήσει κι ένας χαρούμενος ήλιος έλαμπε στον ουρανό. Όλο το σπίτι λουζόταν από φως και μόνο στο δωμάτιο το παιδικό τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά, μιας και το μωρό είχε κατορθώσει επιτέλους να κοιμηθεί. Και μέσα στην ησυχία που όλοι ευλαβικά τηρούσαν, ακουγόταν καθαρά απ’ το ραδιόφωνο στην κουζίνα το ρεφραίν ενός παλιού αγαπημένου τραγουδιού: γεννήθηκε απόψε ένα παιδί, ελπίζει ακόμη στους ανθρώπους ο Θεός.

(Κ. Μπούζας: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ,2008)