Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Μια παράξενη συνάντηση

Τον τελευταίο καιρό τον απασχολούσε η έννοια του πλησίον. Η σημασία της αδελφοσύνης και της κοινής μοίρας των ανθρώπων.

Το απόγευμα εκείνο τον βρήκε εκεί κάτω στο ακρογιάλι, να βηματίζει αργά ανάμεσα στις αναποδογυρισμένες βάρκες. Αφηρημένος καθώς ήταν, σχεδόν έπεσε πάνω σ’ εκείνο το παιδί, που καθισμένο δίπλα στην ακροθαλασσιά, έπαιζε πετώντας βότσαλα στο νερό, το ένα μετά το άλλο.

Τον κοίταξε χαμογελώντας και του μίλησε με λόγια που ποτέ δεν θα περίμενε ν’ ακούσει από ένα παιδί: "Οι ζωές των ανθρώπων είναι σαν τα βότσαλα. Το καθένα ακουμπά σε άλλα. Πολλά απλά τ’ αγγίζει. Μερικά τα μισοσκεπάζει κι άλλα τα καλύπτει τελείως και στηρίζεται πάνω τους. Κοίταξέ τα καλά. Χιλιάδες τα σχήματα, τα μεγέθη, τα χρώματα. Άπλωσε όμως τώρα το βλέμμα σου μακριά. Θα τα δεις όλα μαζί να αγκαλιάζονται σφιχτά και να σχηματίζουν μια εικόνα, την ακρογιαλιά. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ιστορίες των ανθρώπων. Μερικές φορές συναντιούνται στις γωνίες κι άλλες πάλι, καλύπτει τελείως η μια την άλλη. Καμιά όμως δεν είναι απομονωμένη και ανεξάρτητη. Κι όλες μαζί φτιάχνουν μια μεγάλη ιστορία, το σχέδιο του Θεού…"

Γύρισε έκπληκτος προς τη μεριά του παιδιού, αυτό όμως δεν ήταν πια εκεί. Δεν κατάλαβε καν πότε είχε φύγει. Είχαν απομείνει μόνο τα βότσαλα να κάνουν παρέα με τον φλοίσβο, που συνέχιζε να τραγουδά ασταμάτητα…


(Κ. Μπούζας: ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ, 2009)

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Μια ιστορία με συνθήματα

ΔΙΗΓΗΜΑ


«Απλά τα της αληθείας έπη»
Ευριπίδης
(«Τα λόγια της αλήθειας είναι απλά»)

Πολλά πράγματα είχαν γίνει θέμα συνήθειας για τον Διογένη. Ίσως και όλα. Ακόμη και το άδειο σπίτι που τον περίμενε, χωρίς την παρουσία ενός ανθρώπου να το ζεστάνει, δεν τον ξένιζε πια. Πάω να μπω στο κουτάκι μου, έλεγε στον εαυτό του και ασυναίσθητα βράδυνε το βήμα του. Και χάζευε τους στριμωγμένους ανθρώπους, τα στριμωγμένα αυτοκίνητα, τα στριμωγμένα κτίρια. Ήταν εκείνες οι στιγμές, που το βάδισμα αποκτούσε γι’ αυτόν μια άλλη σημασία. Το ‘νοιωθε μέσα του βαθιά αυτό κι ας μη το είχε ομολογήσει ποτέ στον εαυτό του. Ήταν μια ύστατη πράξη ελευθερίας, μέσα σ’ αυτήν την αφόρητη μοναξιά της πολυάνθρωπης και πολύβουης ερημιάς της μεγαλούπολης, που ζαλίζει το μυαλό και σφίγγει την καρδιά.

Έπεσε τυχαία επάνω του. Γραμμένο με φρέσκια κόκκινη μπογιά, στον μαυριδερό τοίχο μιας θλιβερής πολυκατοικίας, στο ύψος των ματιών: «Κλείσε την τηλεόρασή σου. Άρχισε να ζεις». Σε αντίθεση με τότε που είχε πρωτοδεί το ίδιο σύνθημα σ’ άλλο σημείο της πόλης, του φάνηκε έξυπνο και ευρηματικό. Συνειδητοποίησε ότι ο ίδιος, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, άνοιγε την τηλεόρασή του για να αρχίσει να ζει. Γύρισε το βλέμμα του προς την λεωφόρο κι αντίκρισε τους ανθρώπους με την απόγνωση στα μάτια να χορεύει, να τρέχουν, όλο να τρέχουν. Πηγαίνουν κι αυτοί να μπουν στα κουτάκια τους, σκέφτηκε και ξαφνικά τους συμπόνεσε. Όλους τους συμπόνεσε. Κι αυτόν που είχε γράψει αυτές τις λίγες λέξεις στον τοίχο. Σίγουρα αυτός ο άνθρωπος είχε κάτι να πει, που τον έπνιγε και τελικά το είπε.

Και τότε του ’ρθε η ιδέα. Μια μεγαλειώδης ιδέα, για να ξεφύγει από τις άδειες ώρες, την επίπεδη ζωή και το πακετάρισμα της σκέψης του στο κουτί της τηλεόρασης. Θα γίνω συλλέκτης συνθημάτων, ανακοίνωσε μεγαλόφωνα στον εαυτό του. Αυτή θα είναι η ασχολία που θα δώσει ποικιλία στην ζωή μου. Θα οργώσω όλους τους δρόμους και τις γειτονιές και θα καταγράψω όλες αυτές τις μικρές φωνές διαμαρτυρίας. Αξίζει τον κόπο κάποιος να τις συγκεντρώσει. Αυτές δεν υποτάχθηκαν, δεν μπήκαν σε καλούπια. Κι ύστερα, κάποιοι νέοι τα έγραψαν αυτά. Άνεργοι, μοναχικοί, με τα όνειρα ψαλιδισμένα, σαν... Δεν τόλμησε στον εαυτό του να το πει.

Άρχισε την ίδια κιόλας μέρα. Τα σύνεργα απλά. Ένα μολύβι κι ένα τετράδιο με το εξώφυλλο γαλάζιο, στο χρώμα του ουρανού. Είχε προμηθευτεί κι έναν χάρτη της πόλης όπου σημείωνε τις διαδρομές του, ώστε να μην περνά από το ίδιο σημείο περισσότερες φορές. Από κάποια στιγμή κι ύστερα κουβαλούσε μαζί του και μια φωτογραφική μηχανή. Πίστευε ότι η απλή αντιγραφή στερεί κάτι απ’ το σύνθημα. Έτσι ήθελε να έχει και την εικόνα. Το χρώμα, ο γραφικός χαρακτήρας, η βιασύνη που ήταν φανερή σε κάποια γραψίματα, έδιναν κάτι απ’ την ψυχή του δημιουργού.

Ήταν χαρούμενος για πρώτη φορά στη ζωή του, μα και περήφανος για την συλλογή του, όπως όλοι οι συλλέκτες άλλωστε. Κουραζόταν βέβαια πολύ, αλλά όχι χωρίς ανταμοιβή. Το υλικό του αυξανόταν συνεχώς. Του άρεσε να διαβάζει τα καλύτερα στους συναδέλφους στο γραφείο κι όχι σπάνια τα ανέφερε στις συζητήσεις σαν αποφθέγματα. Να, για παράδειγμα, κάποτε θέλοντας να τονίσει την ευθύνη όλων για κάποια πράγματα που συμβαίνουν, με ύφος πομπώδες, μισοαστειευόμενος, απήγγειλε: «Αν όχι εσύ τότε ποιος; Αν όχι τώρα τότε πότε;». Και μετά από παύση μερικών δευτερολέπτων συμπλήρωσε: «Από μια μάταιη ζωή καλύτερα ένας μάταιος αγώνας».

Ο Διογένης σταδιακά επέκτεινε το πεδίο δράσης του. Έφτανε πια σε τόπους, που στην αρχή ούτε καν είχε διανοηθεί να επισκεφθεί, με σκοπό πάντα την συγκέντρωση υλικού. Είχε αρχίσει μάλιστα σε κάθε σύνθημα να σημειώνει και στοιχεία για το σημείο που το φιλοξενούσε, αφού δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις, που ο τόπος ήταν άρρηκτα δεμένος με το μήνυμα που ήθελαν να δώσουν οι λίγες λέξεις πάνω στον τοίχο. Για πρώτη φορά το σκέφτηκε αυτό, μια μέρα που ‘χε σταθεί μπροστά στον περίβολο των Κοιμητηρίων. Με μαύρη μπογιά γραμμένες, έχασκαν μοναχές, αποδιωγμένες, τρεις λέξεις: «Εδώ πληρώνονται όλα».

Μια άλλη πηγή που ανακάλυψε για την έρευνά του ήταν τα βιβλία, όσα υποπτευόταν ότι ίσως να είχαν κάτι σχετικό. Έτσι, χωρίς καν να το καταλάβει, τον καιρό αυτό διάβασε τόσο, όσο δεν είχε διαβάσει σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του. Άλλα απλά τα φυλλομετρούσε και σ’ άλλα έμενε περισσότερο. Ένα μάλιστα, για το Γαλλικό Μάη, το διάβασε δύο φορές. Από αυτό σημείωσε και στο τετράδιό του, με χέρι που έτρεμε από λαχτάρα για την ανακάλυψή του: «Η φαντασία στην εξουσία». Και πιο κάτω: «Απαγορεύεται το Απαγορεύεται». Κι ακόμη: «Αφήστε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν».

Ο καιρός περνούσε και το υλικό του αυξανόταν διαρκώς. Είχε αρχίσει μάλιστα να στέλνει τα πιο ευρηματικά σ’ εφημερίδες και περιοδικά που τα δημοσίευαν. Κι αυτός χαιρόταν, γιατί πίστευε πως μ’ αυτό τον τρόπο πρόσφερε κάτι. Κουβαλούσε και συντηρούσε κραυγές που αλλιώς θα ‘σβηναν. Εκείνοι που δεν τον αναγνώριζαν πλέον ήταν οι συνάδελφοί του στο γραφείο. Ο πρώην άχρωμος, θλιβερός και επίπεδος Διογένης, σιγά σιγά μεταμορφωνόταν σε έναν άνθρωπο ενδιαφέροντα, καλλιεργημένο, με δίψα για την ζωή. Το ίδιο ανακάλυπτε κι ο ίδιος στον εαυτό του. Και κάτι ακόμη. Είχε αποκτήσει πια κι αυτός δικαίωμα στο όνειρο. Σ’ αυτό το μικρό, το ταπεινό, μα ολόδικό του όνειρο κι έφτιαχνε λέξη τη λέξη, φράση τη φράση, το δικό του παραμύθι.

Καθόταν στο γραφείο του αμίλητος δουλεύοντας, μα το μυαλό του έτρεχε αλλού. Δεν μπορούσε να συμμαζέψει την χαρά του, ούτε να βάλει σε μια τάξη τα όνειρά του. Ένας εκδοτικός οίκος του είχε προτείνει, να εκδοθεί ένα λεύκωμα με τα πασίγνωστα πια απ’ τις εφημερίδες και τα περιοδικά συνθήματά του. Του είχαν ζητήσει όμως και κάτι που του φαινόταν βουνό. Στην δεύτερη σελίδα του λευκώματος, αμέσως μετά το εξώφυλλο, θα έπρεπε να υπάρχει ένα σύνθημα δικό του. Κάτι σαν προσωπική κατάθεση ψυχής. Κι αυτός, όσο κι αν έστυβε το μυαλό του, δεν εύρισκε τίποτε. Ναι, αυτός που περπάτησε αμέτρητα χιλιόμετρα, που διάβασε εκατοντάδες μηνύματα, του άρεσε έτσι να τα ονομάζει, έπρεπε τώρα να γράψει μια φράση μόνο, με τη διαφορά ότι αυτή έπρεπε να είναι αποκλειστικά δική του. Κι όσο κι αν προσπαθούσε, τόσο λες και άδειαζε το μυαλό του.

Εκείνο το μεσημέρι ανηφόρισαν προς το σπίτι παρέα με την Δήμητρα. Μόνη κι αυτή στο σπίτι, μόνος κι ο ίδιος, είπαν να καθίσουν για μια μπύρα εκεί στο ταβερνάκι, στην αρχή του πεζοδρόμου. Κι η μια μπύρα έφερε την δεύτερη κι η δεύτερη την τρίτη. Και τα μελιά μάτια της Δήμητρας έλαμπαν κάτω απ’ τον ανοιξιάτικο ήλιο κι ένα παιχνιδιάρικο αεράκι χάιδευε απαλά τα πλούσια μαλλιά της, που έπεφταν μπροστά καθώς έσκυβε στο τραπέζι.

Και τότε, το πρόσεξε. Πίσω ακριβώς απ’ το πρόσωπό της, στον μαυριδερό τοίχο της πολυκατοικίας, στο βάθος, το πρώτο του σύνθημα. Αυτό που είχε σταθεί για τον ίδιο, καιρό πριν, η αφορμή για μια αποκάλυψη ζωής και του είχε δώσει δικαίωμα στο όνειρο. Έβγαλε από την τσέπη το μολύβι και τράβηξε προς το μέρος του μια χαρτοπετσέτα. Ύστερα, αφού κοίταξε για μια ακόμη φορά τα μελιά μάτια της Δήμητρας, αργά, με γράμματα μεγάλα και καθαρά σαν την ψυχή του, σημάδεψε για πάντα τη ζωή του με το δικό του μήνυμα: «Το όνειρο είναι πεπρωμένο».


Υστερόγραφο: Το λεύκωμα του Διογένη ήδη κυκλοφόρησε με τίτλο: «Μια ιστορία με συνθήματα». Παραθέτουμε εδώ ένα μικρό απόσπασμα:

«Ο καταναλωτισμός είναι η μανιοκατάθλιψη της εποχής μας σε συσκευασία δώρου».
«Αν σας δώσουν χαρτί με γραμμές γράψτε από πίσω».
«Ότι δεν μας σκοτώνει αυτό μας δυναμώνει».
«Όσο πιο μεγάλη είναι η βάση τόσο πιο ψηλά φτάνει η κορυφή».
«Μεγαλείο είναι να είσαι όχι να έχεις».
«Μας φαίνονται μεγάλοι γιατί είμαστε γονατιστοί».
«Λέγε όσα πιστεύεις. Πίστευε όσα λες».
«Κάνε όνειρα όχι σχέδια».
«Η αγάπη δεν μπορεί να περιμένει».

(Κ. Μπούζας: Περιγράμματα,2008)

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

ΓΗΪΝΑ ΔΑΚΡΥΑ ΟΡΟΣΗΜΑ ΨΥΧΗΣ




Τίτλος: “Γήινα Δάκρυα Ορόσημα Ψυχής”
ΣυγγραφέαςΚώστας Μπούζας
Επίλεκτες Ψηφιακές Εκδόσεις24grammata.com
 τηλ. +30 210 612 70 74, fax: +30 210 600 87 50
Υπεύθυνοι σειράς: Γιώργος Πρίμπας, Χαριτίνη Ξύδη
Σειρά: εν καινώ, Αριθμός σειράς: 76
Επιμέλεια και διόρθωση κειμένου: Σωτήρης Αθηναίος
Τόπος και Χρονολογία πρώτης έκδοσης: Αθήνα, 2014







Περιεχόμενα

σελ.
ΠΡΩΤΟΣ  ΚΥΚΛΟΣ:  ΟΡΟΣΗΜΑ  ΨΥΧΗΣ
Α΄.  Η εποχή
10
Β΄.  Οι άνθρωποι
16
Γ΄.  Διαλογισμοί
28
Δ΄.  Παραινέσεις
36
Ε΄.  Επιγράμματα
42
ΔΕΥΤΕΡΟΣ  ΚΥΚΛΟΣ:  ΓΗIΝΑ  ΔΑΚΡΥΑ
  1.    Εικονική ζωή
50
  2.    Γήινα δάκρυα
51
  3.    Φλεγόμενη σφαίρα
52
  4.    Αποχαιρετισμός σ' ένα παιδί
53
  5.    Σύγχρονοι σκλάβοι
55
  6.    Μαριονέτες
56
  7.    Δεσμώτης του ιλίγγου
57
  8.    Νεράιδες της νύχτας
58
  9.    Ψηφιακή Χιονάτη
59
10.    Η άλλη εποχή
60


                       

ΟΡΟΣΗΜΑ  ΨΥΧΗΣ




Η  ΕΠΟΧΗ





Κανένας πλέον δεν ακούει
γιατί στον νου του έχει όσα πρόκειται να πει.





Στα μάτια μας, σημαντικό κι ανούσιο
ίση αξία αποκτήσαν κι ίδιο μερίδιο ζητήσαν.





Στόχος πια δεν υπάρχει για κανέναν
αφού δεν ονειρεύεται κανείς.





Χρόνος πλέον για τίποτε δεν μένει
γιατί πληθύναν οι κενές οι ώρες.






Στην εποχή που πλούσια αμείβεται η προσπάθεια                              
οι νικητές σπανίζουν.





Στην εποχή που ο πολιτισμός γίνεται μέσον προβολής                         
οι αληθινά πολιτισμένοι αγνοούνται.





Αφού σαν τέχνη ορίστηκε η λάμψη
τα σκοτεινά τα φώτα γύρω μας χορεύουν.





Στην εποχή που η προσφορά γίνεται τρόπος προβολής
η ανθρωπιά στο εδώλιο στέκεται κι απολογείται.





Η ίδια η ζωή μας έγινε
εμπορική αξία – η απαξία -.





Δεν ζούμε καν. Επιβιώνουμε με δόσεις.
Τελούμε πάντα υπό κάποια προθεσμία.





Διαρκώς και σε τιμή ευκαιρίας εκποιούμε
τα θλιβερά υπόλοιπα των όποιων υπαρχόντων της καρδιάς μας.





Εξαγοράζουμε πανάκριβα μικρές οάσεις τεχνητές
σαν κάψουλες ατομικές στο χάος της αβύσσου.






Την κάθε πόλη μας την χτίσαμε με την ζωή μας οδηγό.
Εικόνα της απελπισίας μας κι ομοίωση του πόνου.





Φοβόμαστε το πρόσωπο του άλλου ανθρώπου
μήπως την ίδια την απόγνωσή μας συναντήσουμε εκεί.





Ότι φοβόμαστε το αποφεύγουμε.
Και όταν δεν μπορούμε το μισούμε.





Στις μάχες μας νικήσαμε.
Τα δέντρα εξοντώσαμε.






Το λίγο πράσινο που έμεινε αντιπαθήσαμε
γιατί μας θύμιζε, τι χάσαμε ως τώρα.





Τους γέρους τους περιφρονήσαμε                                                  
γιατί μας θύμιζαν τις τρυφερές μας μέρες.





Και τα παιδιά μας  τ’ απορρίψαμε ακόμη
γιατί δεν είχαμε να τους προσφέρουμε ελπίδα.





Κρυφτήκαμε κι από τον ίδιο τον εαυτό μας                      
γιατί του είχαμε σκοτώσει την ψυχή.






Ακόμη και βαθιά στην δυστοπία
τα οράματα δεν είναι ουτοπία.





Όποιος δεν βάζει στόχο το ιδανικό
δεν θα πετύχει το ανέλπιστο.





Όποιος δεν μάθει να κοιτάζει
δεν πρόκειται τα χρώματα να δει.





Όποιος δεν μάθει να ακούει
δεν πρόκειται να τον αγγίξει η μουσική.





Όποιος δεν μάθει να στοχάζεται
δεν πρόκειται να νοιώσει αυτές τις σκέψεις. 





ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ





Αυτός που επέλεξε να μείνει στην σκιά
μπόρεσε κι είδε καθαρά.





Όποιος τελευταίος βάδισε
είδε τον δρόμο όλο.





Όποιος παρέμεινε σιωπηλός
άκουσε πιο πολλά.





Εκείνος που έμεινε μακριά
μπόρεσε κι είδε όλη την εικόνα.






Όποιος απ’ την ανάγκη παραιτήθηκε
αυτός και ήταν νικητής.





Αυτός που στάθηκε στη γη
τον ουρανό κατόρθωσε και είδε.





Όποιος τον φόβο του βαρέθηκε
αυτός και ονομάστηκε γενναίος.





Εκείνος που δεν μίλησε πολύ
ήταν εκείνος που είχε να πει τόσα πολλά.






Εκείνος που αγάπησε πολύ
ήταν εκείνος που είχε μείνει μόνος.





Εκείνος που δεν έτρεφε  ελπίδα
ήταν εκείνος που είχε τα πάντα να ελπίσει.





Εκείνος που δεν χάρηκε πολύ
σύντροφο την χαρά για πάντα είχε.





Εκείνος που δεν βάδισε πολύ
έβλεπε πιο μακρύς ο δρόμος να ’ναι.






Εκείνος που δεν έχασε αρκετά
ποτέ του δεν εκτίμησε όλα εκείνα που είχε.





Εκείνος που δεν έχασε τα πάντα
δεν ένοιωσε ατόφια ελευθερία.





Εκείνος που έχει αρνηθεί τα πάντα
της άρνησής του σκλάβος έχει γίνει.





Όποιος δεν μύρισε ποτέ του μοσχοβόλημα
την δυσωδία δεν μπορούσε να διακρίνει.






Όποιος δεν κοίταξε στα πρόσωπα
χαμόγελα δεν βρήκε.





Όποιος δεν άπλωσε το χέρι,
το χέρι δεν του κράτησαν.





Εκείνος που δεν έδωσε
δεν πήρε.





Εκείνος που δεν έψαξε
δεν βρήκε.






Εκείνος που δεν θέλησε
δεν είδε.





Όποιος δεν άκουσε την μελωδία
αρκέστηκε στον θόρυβο.





Όποιος δεν άγγιξε την γνώση
δεν ένοιωσε απόγνωση.





Όποιος δεν γνώρισε το φως
αρκέστηκε στο σκότος.






Εκείνος τελευταίος που μιλά
εκφράζει τη σοφία όλων.





Εκείνος πλαίσιο που βάζει
σκλαβώνει την εικόνα.





Εκείνος που είναι λυπημένος
είναι αυτός που την χαρά δεν αναγνώρισε.





Εκείνος που δεν γνώρισε τη θλίψη
ποτέ δεν θα γιορτάσει τη χαρά.






Αυτός που είναι αρχηγός
να 'ναι ο φίλος όλων.





Εκείνος που δεν θέλει τις τιμές
είναι εκείνος η τιμή που του αρκεί.





Όποιος δεν αντιλήφθηκε την έρημο
την όαση προσπέρασε.





Εκείνος που αγάπησε τον κόσμο
τον εαυτό του, αγαπημένο πλέον, ξαναβρήκε.






Εκείνος το ελάχιστο που πρόσεξε
εκείνος το μεγάλο ανακάλυψε.





Αυτός που κοντοστάθηκε
απ’ την γραμμή του μπόρεσε να βγει.





Εκείνος που δεν είπε  “Τα πάντα ξέρω”
ούτε και είπε “Δεν θα μπορέσω τίποτε να μάθω”.





Αυτός που δεν κομπάζει
δεν θα ταπεινωθεί.






Αυτός που δεν ελπίζει
δεν πρόκειται να βρει.





Αυτός που δεν κοιτάζει
δεν πρόκειται να δει.





Εκείνος που δεν αγάπησε τις λέξεις
δεν πρόκειται ποτέ να γίνει ποιητής.





Αυτός που δεν κουράστηκε
δεν μπόρεσε ανάπαυση να απολαύσει.






Εκείνος που χαμήλωσε το βλέμμα
από τα φώτα δεν θαμπώθηκε.





Όποιος δεν λοξοδρόμησε
δεν βρήκε το απρόσμενο.





Αυτός που δίνει παίρνει,
αυτός είναι ο Νόμος.





Εκείνος που αγάπησε,
εκείνος αξιώθηκε.






Αυτός που ζήτησε ολόψυχα
το Σύμπαν όλο σύμμαχό του είχε.





Όποιος στο δρόμο δεν προχώρησε
τα σταυροδρόμια του δεν μπόρεσε να μάθει.





Αυτός που γνώρισε την ομορφιά
μπορεί ν’ αναγνωρίσει την ασχήμια.





ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ





Ότι εξοικονομείς, αυτό είναι που σου λείπει.
Κι ότι προσφέρεις είναι αυτό που θησαυρίζεις.





Δεν είναι όραμα η απάτη σου.
Ούτε και είναι απάτη το όραμά σου.





Δεν έχεις. Απλά κατέχεις.
Δεν είσαι ιδιοκτήτης. Μόνο διαχειριστής.





Αν έζησες μες στην ζωή τον θάνατο
μέσα από τον θάνατο θα ζήσεις την ζωή.






Αυτός ο κόσμος τέλειος δεν είναι επειδή σ’ αρέσει.
Τέλειος είναι επειδή για όλους έχει θέση.





Η ιστορία σου βρίσκεται στην μαρτυρία που έδωσες.
Η δύναμή σου βρίσκεται στην σκέψη που δεν είπες.





Με το δικό σου έλεος, εξαγοράζεις έλεος.
Με την αγάπη σου, αγάπη εκμαιεύεις.





Δεν σου ανήκει ο κόσμος.
Στον κόσμο εσύ ανήκεις.






Στο άπειρο τη θέση σου αν θα ’βρεις
το άπειρο πατρίδα σου θα είναι.





Ο χρόνος σου αν νιώθεις να σου φεύγει
μονάχα με ταχύτητα αγάπης τον προφταίνεις.





Το όνειρο κι η πίστη.
Αυτά είναι της ψυχής σου τα φτερά.





Τ’ άστρο που κοιτάζεις ίσως να είναι πια νεκρό.
Κι άλλο που είναι ζωντανό ακόμη δεν το βλέπεις.






Όνειρο βλέπεις ότι ονειρεύεσαι. Απ’ το όνειρο τρομάζεις.
Βλέπεις ότι θα ονειρευτείς και τα όνειρα φοβάσαι.





Τον μύθο σου αν μπορέσεις και αγγίξεις
σαν το πουλί θα φτερουγίσει η ψυχή σου.





Ίσως δεν χάθηκε το φως.
Ίσως εσύ να έμεινες τυφλός.





Σίγουρο είναι ότι θα πεθάνεις.
Ερώτημα είναι αν θα έχεις ζήσει μέχρι τότε.






Με συγκατάβαση λάθη εξαργυρώνεις
και δικαίωμα θεμελιώνεις σε ευχή.





Όνειρο, έσχατο καταφύγιο
όταν απ’ την ζωή χρειάζεται να λείπεις.





Γεννήθηκες με άγνοια. Μεγάλωσες μ’ ελπίδα.
Με έκπληξη ωρίμασες. Με άγνοια πεθαίνεις.





Κι αν δεν μπορείς τον ήλιο να αγγίξεις
μπορεί και σε αγγίζει αυτός.






Κι αν δεν μπορείς τον άνεμο να αγκαλιάσεις
μπορεί και σ’ αγκαλιάζει αυτός.





Κοίτα, ο έρωτας είναι ευλογία
κι εσύ μικρός Θεός ενός ακόμη νέου κόσμου.





Έχω ένα όνειρο. Το όνειρό μου κάποτε
να πάψει μόνο όνειρο να μένει.





Παγκόσμιε ονειρευτή, έχω ένα όνειρο.
Θέση ζητώ απεγνωσμένα στο όνειρό σου.






Εάν τα χρώματα μια μέρα αγαπήσουμε,
φίλοι του ήλιου τότε πια, θα ’χουμε γίνει.





Θα καταλάβουμε μια μέρα
ότι ανταλλάσσουμε ανάσες.





Όσο το βλέμμα σου πλαταίνει,
τόσο μεγάλος φαίνεται ο κόσμος να ’ναι.





Κι αν δεν μπορείς να χρωματίσεις τις ημέρες σου
μπορείς να χρωματίσεις τα όνειρά σου.



Αν μάθεις πως η φαντασία σου αλήθεια είναι
τότε  ο κόσμος σου δεν θα 'ναι πια αυτός.





Ευγνωμοσύνη αν θα νιώσεις
την ευτυχία τότε θα γνωρίσεις.





ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ





Ανθρώπους ανακάλυψε που νοιάζονται για σένα.
Αυτοί πρόκειται να ’ναι ο θησαυρός σου.





Μην αποστρέφεσαι ποτέ το βάσανό σου
γιατί ο άθλος σου αυτό πρόκειται να ’ναι.





Μην ζεις όπως αυτοί θα εννοούσαν την ζωή.
Αυτό που εκείνοι λεν ζωή, για σένα είναι θάνατος.





Νιώσε πως του σώματος ο ύπνος
ταξίδι της ψυχής πρόκειται να ’ναι.






Μην έχεις στόχο σου το τέλος. Όλα είναι δρόμος.
Κι ο δρόμος πάντα θα απλώνεται μπροστά.





Πρόσεχε τις συμβάσεις που εσύ ο ίδιος δημιουργείς.
Αυτές στο μέλλον πρόκειται δυνάστες σου να γίνουν.





Δώσε χώρο. Δώσε χρόνο
σε ότι μες στο χάος ξεχωρίζει.





Γίνε μικρός για να χωρέσεις μες στις λέξεις των παιδιών.
Γίνε μεγάλος για να τα χωρέσει η αγκαλιά σου.






Ξεκίνησες σαν αφελής. Πάλεψε σαν αγωνιστής.
Ταξίδεψε ερευνητής. Στο τέλος γίνε ταπεινός προσκυνητής.





Μην γονατίζεις και μην σκύβεις το κεφάλι
γιατί θα διπλωθούν τα όνειρά σου.





Γράψε κι εσύ δυο λόγια στο βιβλίο της ζωής.
Σαν φύγεις κάποιο ίχνος σου να μείνει.





Σαν γύρω σου σκοτάδι απλωθεί,
πρόσεξε πρώτα μην τυφλώθηκες εσύ.






Ταξίδεψε σε τόπους αισθημάτων δυνατών ασύλητους.
Ταξίδεψε σε χώρους ατόφιων ιδεών περίλαμπρους.





Πρόσεξε, σκέψου, κατανόησε.
Αισθάνσου, συγκινήσου, συγκλονίσου.





Όταν οι άλλοι σου φαίνονται ψηλοί
σκέψου  μήπως τυχόν χαμήλωσες εσύ.





Όνειρα κάνε, όχι σχέδια.
Αυτή να είναι η πυξίδα της ζωής σου.






Να είσαι για να έχεις.
Μην έχεις για να είσαι.





Τον κόσμο όλο ν’ αγκαλιάσεις μέσα σου.
Την καλοσύνη της ψυχής σου να σκορπίσεις γύρω σου.





Το όραμα να σε φλογίζει κάθε σου στιγμή
και να σε προστατεύει η αγάπη.





Κάθε αγέρι βάφτιζέ το μελτεμάκι.
Κάθε βροχή, μπουρίνι της στιγμής που θα περάσει.






Σκοπός σου ας μην είναι να νικήσεις.
Να ξεπερνάς ο στόχος σου να είναι.





Θαύματα μην αναζητάς.
Γίνε εσύ το θαύμα.





Να αγαπάς με ποιήματα
και να μιλάς με νότες.





Το πρόσωπό σου κράτησε στον ήλιο
και την σκιά δεν πρόκειται να δεις..





Το μεγαλείο σαν δεν βρεις για να εκφράσεις λόγια
τις λίγες λέξεις διάλεξε και εύγλωττη σιωπή.





ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ





Η αγάπη πάντα βρίσκει τρόπο
εκεί που οι δρόμοι όλοι φαίνονται κλειστοί.





Μονάχα μια ανάγκη επείγουσα υπάρχει.
Η αγάπη δεν μπορεί να περιμένει.





Κρυφός ο σπόρος μέσα στης γης την στοργική αγκαλιά.
Κι η δύναμή του, η αγάπη του σπορέα.





Δεν έχει αξία το μπουμπούκι
αν δεν προσφέρει ένα λουλούδι.






Ο κόσμος είναι κήπος και δέντρα οι ανθρώπινες ψυχές.
Και στα κλαδιά τους ώριμοι καρποί τα αναφιλητά τους.





Μήτρα της μέρας είναι η νύχτα
και της ζωής αρχή η σιωπή.





Μία είναι η αιώνια αλήθεια.
Το όνειρο είναι πεπρωμένο.





Όσο  μεγάλη είναι η βάση
τόσο η κορυφή ψηλά θα φτάνει.







Υπάρχουν νεκροί που αιώνια μένουν ζωντανοί.
Και ζωντανοί που ήδη έχουνε πεθάνει.





Η μάταιη ζωή όνειδος είναι.
Ο μάταιος αγώνας είναι τιμή.





Το κέρδος μιας μάταιης ζωής
είναι αυτό που ο θάνατος αφήνει πίσω.





Την έπαρση μιας μάταιης ζωής
ο θάνατος σκαιά χλευάζει.



Χρώματα όλοι μας, σε λαβυρίνθους γιγαντιαίου πρίσματος,           
την γενετήσια αρχή αναζητούμε. Το Λευκό.





Η αγάπη είναι ανθρωπιά. Η ανθρωπιά ελπίδα.
Η ελπίδα επανάσταση. Κι η επανάσταση λαχτάρα για ζωή, αγάπη.





Θάλασσα απέραντη είναι η ζωή.
Κι ο άνθρωπος, ιππέας των κυμάτων.





Δύναμη ικανή δεν αντιτάσσεται
όπου υπάρχει αγάπη.






Το άπειρο μονάχα θα μπορούσε να ’ναι ο χώρος Σου.
Και η απόλυτη σιωπή το όνομά Σου.





Το μέγιστο βυθίστηκε στο άπειρα μικρό,
κι αυτό υψώθη αγγίζοντας τον ύψιστο ουρανό.





Ο ήλιος δεν γκρεμίζεται με πέτρες.
Δεν φυλακίζεται με δίχτυ ο ποταμός.





Του άνθους γέννα είναι ο καρπός
και του καρπού ο θάνατος ο σπόρος.






Της γης ελπίδα είναι η βροχή
κι όνειρο της βροχής, το ουράνιο τόξο.





Θα ’ρθει καιρός που οι άνθρωποι
θα θησαυρίζουν σε χαμόγελα.





Όλους τους σπόρους αγκαλιάζει η γη.
Κι όσους βλασταίνουν κι όσους όχι.





Μέσα σε όλους από παλιά έχει ξεμείνει ένα όνειρο.
Μέσα σε όλους γεννιέται ώρες ώρες ένα όνειρο.






Όσο μεγάλη και αν είναι η πορεία
με ένα μικρό βήμα πάντα ξεκινά.





Όταν ταινία γίνεται η ζωή
οι άνθρωποι δεν είναι παρά οι ηθοποιοί.






ΓΗΪΝΑ ΔΑΚΡΥΑ




              

ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΖΩΗ

Τα παραμύθια έχουν γίνει οι εμμονές μας,
δεν κάνουμε εμείς χωρίς αυτά.
Σ’ οθόνες μέσα ζούμε τις ζωές μας
και σε ανήλιαγα δωμάτια, κλειστά.

Στους δρόμους περπατάμε υπνωτισμένοι,
δεν μας αγγίζει πια καμία ομορφιά.
Θαρρείς και προχωράμε κουρδισμένοι,
σ’ επιλεγμένη από τα πριν στενή τροχιά.

Στα πάρκα δεν καθόμαστε πια τώρα,
λουλούδια δεν προσφέρουμε ποτέ,
δεν ανταλλάσσουμε καθόλου πλέον δώρα,
τον διπλανό μας δεν φωνάζουμε αδερφέ.

Θα σε ρωτήσω αγαπητέ μου συμπολίτη
και θέλω να μου πεις ειλικρινά,
αν τον φτωχό ακόμα λες αλήτη,
αν τον συνάνθρωπό σου βλέπεις φιλικά.

Αν τελευταία αντίκρισες τα άστρα.
Αν κάποτε ατένισες μακριά.
Αν γύρω σου ακόμα χτίζεις κάστρα.
Αν χαμογέλασες ποτέ σου στα παιδιά.

Τα παραμύθια έχουν γίνει οι εμμονές σου,
σε ψεύτικες εικόνες μέσα ζεις,
με πλαστικές χαρές γεμίζεις τις στιγμές σου          
με δόξα χάρτινη πασχίζεις να σωθείς.





ΓΗΪΝΑ ΔΑΚΡΥΑ

Εμείς, τ’ άπειρα όντα της στιγμής,
 στο κέλυφος του χρόνου εγκλωβισμένοι,
ημιτελείς, αυθάδεις και θρασείς,
οι κατ’ ευφημισμόν πολιτισμένοι.

Τα δάση μας τα κάψαμε εμείς,
ποτίσαμε το χώμα δηλητήρια,
το πρόσωπο αυλακώσαμε της γης,
με χίλια δυο φριχτά βασανιστήρια.

Διοξίνες, νέφος, τόνοι πλαστικού,
απόβλητα, σκουπίδια, δυσωδία,
η ανάσα ρόγχος, μόλυνση παντού,
ζωή που 'φτασε να 'ναι τραγωδία.

Βόμβες φυτέψαμε πολλές εμείς,
τον θάνατο παντού με κάθε τρόπο,
το κλίμα καταστρέψαμε της γης,
άγονη έρημο αφήσαμε τον τόπο.

Νερά που έπαψαν να είναι πια νερά,
αέρας που δεν είναι πια αέρας,
φαινόμενο θερμοκηπίου πιο ψηλά,
η τρύπα του όζοντος το θέμα κάθε μέρας.

Και σ’ όλα αυτά ανάμεσα εμείς,
στην φλούδα ενός εγωισμού φυλακισμένοι,
ανόητοι, τυφλοί κι εγωπαθείς,
οι κατ’ ευφημισμόν πολιτισμένοι.





ΦΛΕΓΟΜΕΝΗ ΣΦΑΙΡΑ

Του πολέμου γεράκια χυμήξαν
και ξέσκισαν τις σάρκες λαών,
την φωτιά τους αλύπητα ρίξαν
σε χαμόγελα αθώων παιδιών.

Πυρπολήσεις, απόγνωση, αίμα,
δυστυχία, ερημιά, πανικός
και ο φόβος κι ο τρόμος σαν ψέμα
και ο πόνος κι ο θρήνος βουβός.

Βελιγράδι, Βαγδάτη και Γάζα,
Βηρυτός, Οσετία, Καμπούλ,
Σαλβαντόρ, Κουρδιστάν, πάλι Γάζα
και στο μέλλον Ταϊβάν και Σεούλ.

Και ο θάνατος φεύγει πιο πέρα,
το κουφάρι του σέρνει αλλού,
όλη η γη μια φλεγόμενη σφαίρα,
όλη η γη ένα δάκρυ παιδιού.




ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ Σ΄ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ

Παιδί που έγειρες χλωμό,
κορμί σκελετωμένο,
θα 'θελα κάτι να σου πω,
καιρό το περιμένω.
Συγγνώμη αν σε ξέχασα
στο παραμιλητό μου.
Συγγνώμη αν δεν σ’ έψαξα
ποτέ στο όνειρό μου.

Η πείνα δεν με παίδεψε,
την φτώχεια δεν γνωρίζω,
οι πόλεμοι δεν μ’ άγγιξαν,
σ’ ερείπια δεν γυρίζω.

Με φώτα με τυφλώσανε,
μου έκλεψαν το βλέμμα,
στολίδια με θαμπώσανε,
με βούτηξαν στο ψέμα.

Και μ’ άφησαν χωρίς ψυχή,
κουφάρι ρημαγμένο,
κι αναζητώ λίγη ζωή
σε ύπνο ταραγμένο.

Μα τώρα σ’ αναγνώρισα
στο αναφιλητό μου,
στην μαύρη ώρα γνώρισα
τον δύστυχο αδερφό μου.

Και θέλω τόσα να σου πω,
όμως δεν μένει χρόνος.
Προφταίνω ένα σ’ αγαπώ.
Σε λίγο μένω μόνος.





ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΣΚΛΑΒΟΙ

Στον μόλο κόντευε να δέσει το καράβι,
οι μηχανές του τώρα πια σβηστές,
σαν φάντασμα γλιστρούσε στο σκοτάδι,
με τα αμπάρια του γεμάτα από ψυχές.

Τους είχανε μαζέψει σαν κοπάδι
από της φτώχειας και της πείνας τις ακτές,
τους σέρναν το φριχτό εκείνο βράδυ
σαν σκλάβους με βρισιές και προσταγές.

Χέρια φτηνά για την δουλειά όπου πρέπει
κι όπου χρειάζεται η σάρκα στο σφυρί
και υπηρέτες όπως λεν οι καθωσπρέπει,
οι δούλοι όπως τους λέγαν μια εποχή.

Με νύχια και με δόντια θα παλέψουν
να φτιάξουν μια καλύτερη ζωή,
ενώ οι αφέντες θα 'χουν να μαζέψουν,
μια επόμενη καλή συγκομιδή.

Χιλιάδες μάτια που δακρύζουν κάθε μέρα.
Αυτιά κλειστά από τρόμο για να μην ακούν.
Κραυγές μετέωρες που σκίζουν τον αέρα.
Κι ο πόνος που θα υπάρχει όσο ζουν.





ΜΑΡΙΟΝΕΤΕΣ

Τριγύρω ακούω χτυπήματα τόσα,
που σβήνουν και χάνονται πέρα μακριά,
οι κούκλες ξυπνήσανε και κάνουν όσα,
ποτέ τους δεν τόλμησαν στα φανερά.

Και παίζουν και τρέχουν, χορεύουν, μιλάνε,
γνωρίζουν σαν όλους αγάπης φιλιά,
μα οι ώρες περνάνε κι εκείνες γερνάνε
και γέρνουν και μένουνε σε μια γωνιά.

Στη σύντομη τούτη ζωή που περάσαν,
που κύλισε γρήγορα σαν το νερό,
ανάσα δεν πήραν, στιγμές προσπεράσαν,
μια ένταση ζήσαν χωρίς τελειωμό.

Αν μπόραγαν έστω την ύστατη ώρα,
το βλέμμα να υψώσουν για μια φορά,
θα μάθαιναν τότε για πάντα, για τώρα,
ποιος τάχα κουνά τα δικά τους σκοινιά.





ΔΕΣΜΩΤΗΣ ΤΟΥ ΙΛΙΓΓΟΥ

Τις νύχτες ονειρεύεται η πόλη
με όνειρα θαμπά απ΄ τον καπνό,
σε μια παραίσθηση βουβή βυθίζεται όλη,
σ’ ένα ταξίδι που δεν έχει τελειωμό.

Ακούω ανάσες να χορεύουν στο σκοτάδι.
Ακούω βήματα να ηχούνε δυνατά.
Ακούω ψίθυρους, τους ίδιους κάθε βράδυ.
Ακούω κλάματα πνιχτά και βογγητά.

Κι ο ίλιγγος συνέχεια δυναμώνει
κι ο νους ραγίζει όπως το γυαλί,
τα νεύρα του τσακίζει σε αμόνι
και τις αισθήσεις του τρυπάει με κεντρί.

Τα χρόνια πίσω όταν βλέπει τον πονάνε,
τα μπρος τα χρόνια τρέμει να τα δει,
οι σκέψεις του βελόνες που τρυπάνε,
οι μέρες του αγωνία και ντροπή.

Μοναδικός του πόθος τώρα πια η δόση,
φροντίδα μόνη του απλά να μην πονά,
μοναδικό του άγχος πλέον πως θα δώσει
στο βαποράκι όσα του ζητά.

Τη μέρα που θα έρθει θα ’ναι μόνος,
πιο μόνος κι απ’ το αγέρι που φυσά,
θα νοιώθει τότε να’ έχει φύγει πια ο πόνος
καθώς θα ταξιδεύει μακριά.





ΝΕΡΑΪΔΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Τακούνια στον δρόμο ακούγονται πέρα
κι αρώματα γύρω τη νύχτα μεθούν,
μαλλιά όλο χάρη πετούν στον αέρα,
φωνές όλο γλύκα αισθήσεις ξυπνούν.

Η φούστα φρενάρει τρεις πόντους πιο κάτω.
Η μπλούζα τεντώνει, στενή κι ανοιχτή.
Τα πόδια, κολώνες χυτές παρακάτω.
Το στήθος προβάλλει στητό και βαθύ.

Στην άκρη στημένη ανάβει τσιγάρο,
μια άλλη γερμένη βιτρίνες κοιτά
και κάποια πιο πέρα σιγά, θα σε πάρω,
ακούω να λέει αργά και βραχνά.

Και μάγισσες άλλες τη θέση τους παίρνουν,
στα φώτα λικνίζονται τώρα αυτές,
μεθάνε, ζαλίζουν, κοντά τους σε σέρνουν
σαν γόησσες που ’ναι, συλφίδες σωστές.

Ιέρειες της νύχτας, μαΐστρες της πόλης,
σταγόνες ιδρώτα σε χείλια στεγνά,
του πόθου νεράιδες της ύπαρξης όλης
σκιές δίχως στίγμα γλιστρούν στα στενά.

Κι η νύχτα περνάει, η μέρα ζυγώνει,
οι πόθοι μερεύουνε σιγά σιγά.
Βαριά ανασαίνει, τα πόδια διπλώνει,
τα λόγια του έρωτα σβήνουν κι αυτά.




ΨΗΦΙΑΚΗ ΧΙΟΝΑΤΗ

Το πρόσωπό της ραγισμένο σαν γυαλί.
Τα μάτια της δυο κάρβουνα σβησμένα.
Το δάκρυ της από άλλη εποχή.
Τα λόγια της τραγούδια ξεχασμένα.

Είν’ η Χιονάτη των παραμυθιών
κλεισμένη σ’ ίδρυμα βαρέων νοσημάτων.
Την αποδιώξαν απ’ το γέλιο των παιδιών
στην εποχή των ανυπόστατων θαυμάτων.

Είν’ η Χιονάτη που ’γινε ψηφιακή
κι από οθόνες μέσα τώρα μας μιλάει.
Είν’ η Χιονάτη που ’χει πια θεραπευτεί,
σ’ ανταλλακτήρια την μαγεία της πουλάει.

Τα παραμύθια έχουν σκορπίσει τώρα πια,
τα θάμπωσε το φως του προβολέα.
Στις πίστες ξεπουλιέται η ομορφιά
κι η θλίψη εξαπλώνεται ραγδαία.





Η ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

Εξουσιαστές, κατακτητές, νεοταξίτες,
πολέμου έμποροι, αγύρτες και προφήτες,
ψηλά καπέλα με γραβάτες κι επωμίδες,
αλήτες δούλοι τους, πιστές τους παλλακίδες.

Και πίσω εμείς, ανώνυμοι κομπάρσοι, τραγικοί,
ζωή να δίνουμε σ’ αυτά που υπάρχουν στο χαρτί,
χορός αόρατος σ’ αρχαία τραγωδία,
βουβές φωνές σε φάλτσα χορωδία.

Μια ζάλη είναι ομαδική που ξαναζεί
σε σκοτεινή κι ανώριμη εποχή.
Μια υστερία που στερεύει το μυαλό,
ο ύπνος που ταράχτηκε απ’ όνειρο τρελό.

Θα έρθει κάποτε μια άλλη εποχή,
κομμάτια που θα γίνουν τούτα σαν γυαλί
που τρίζει απ’ το πάτημα του ανύποπτου διαβάτη.
Καθρέφτης που συντρίφτηκε δεν δείχνει την απάτη.

Και ψίχουλα ασήμαντα όλοι αυτοί,
περιστεριών κυνηγημένων πρόχειρη τροφή.
Σαν σκόνης μόρια, αόρατα, χαμένα,
στου ορίζοντα τις άκρες σκορπισμένα.


Σχόλιο στον ποιητικό λόγο του Κώστα Μπούζα
Η Μοναχική Ταυτότητα του Κώστα Μπούζα
(γράφει ο Απόστολος Θηβαίος)

Η επιγραμματική ποίηση των μεγάλων φωνών του παρελθόντος στηρίχθηκε στο υπονοούμενο. Σ΄εκείνο δηλαδή το αίσθημα που διαπερνά την αποσπασματική καταγραφή και εκτείνεται στο γενικό. Με μια δυναμική ικανή να διασώσει στους αιώνες την ανθρώπινη εντύπωση. Την αιώνια εντύπωση. Η επιγραμματοποιία, προσηλωμένη στ΄ανθρώπινο αίσθημα θα ολοκληρώσει τον ιστορικό της κύκλο αφήνοντας κορυφαία δείγματα του δέους και του αισθήματος με τα οποία προλογίζει κανείς τον θάνατο και τον έρωτα. Τις πιο δημιουργικές και ανεξάντλητες πηγές του πόνου και του οράματος.Οι μεταγενέστεροι ποιητές διατήρησαν αμείωτο το ενδιαφέρον τους για την επιγραμματοποιία. Μετέφρασαν ό,τι διασώθηκε, ανέδειξαν και παραδέχτηκαν για πάντα την ευστοχία με την οποία οι δημιουργοί του παρελθόντος συνέλαβαν τις αξίες και τα δράματα.
Η νεότερη, ποιητική δημιουργία επρόκειτο ν΄αρθρώσει νέους φθόγγους, καινούριους λαρυγγισμούς, ρυθμούς νέους που στέκουν πια σε μια απόσταση από το συλλογικό των επιγραμμάτων. Οι εντυπώσεις προσηλώθηκαν άλλοτε στο προσωπικό όνειρο, στη στράτευση των κοινωνικών αγώνων, στα σκοτεινά, ψυχικά μεγέθη που ορίζουν το βίο μας, στα κλειστά δωμάτια, τον Ελπήνοτα και άλλους ανθρώπινους κλονισμούς.
Και όμως μες σε τούτη τη δημιουργία που μιμείται τους ανεμοδείκτες η παράδοση δεν κάμφθηκε. Τα επιγράμματα, ο ρυθμός, το αίσθημα και η λυρική στόχευση παρέμειναν συνθετικά στοιχεία της ποίησης, στάθηκαν παράδοση και ένας δεσμός μυστικός, υποσυνείδητος που ανταποκρίνεται περισσότερο στα χνάρια της γλώσσας, στην ολοένα και πιστότερη αναπαράσταση του εθιμικού. Τα επιγράμματα πια γίνηκαν εκείνες οι σκόρπιες καταφάσεις, αδέσποτα συνθήματα μες στους αιώνες των θορύβων. Μες στους εξωφρενικούς ρυθμούς του παρόντος, υφίστανται πάντα μυστικοί και ανθεκτικοί οι τυχαίοι και αναλλοίωτοι επιγραμματοποιοί, κοινωνοί μιας παράδοσης που αν και στηρίζεται στην επιφάνεια και την εντύπωση, εντούτοις αποκαλύπτουν έναν κώδικα που ανταποκρίνεται στην άβυσσο. Κάτω απ΄τις λέξεις μας ένας Χριστός, όπως εκείνος της αβύσσου που έλκεται απ΄το φως.
Ο Κώστας Μπούζας ανήκει λοιπόν σ΄αυτούς τους νέους επιγραμματοποιούς. Σ΄εκείνους που αποσπούν από την ιστορία και την καθημερινότητα την ανθρώπινη λαλιά, τις αφορμές της. Τα επιγράμματά του, συνθήματα αδιάκοπα, οι οδηγίες μιας πίστης που αναγνωρίζουν τον άνθρωπο ως το μόνο και ικανό είδωλο προκειμένου ν΄αποτυπωθούν μ΄ευκρίνεια τα επίκαιρα δράματα, οι πληγές που μαίνονται. Τα γήινα δάκρυά του Μπούζα κατέχουν ακριβώς το αίσθημα, περιγράφουν την ατμόσφαιρα μιας μελαγχολικής εποχής, ανταποκρίνονται στα παγωμένα βλέμματα των οδοιπόρων στην οδό Φιλελλήνων του Ανδρέα Εμπειρίκου και αλλού. Είναι γήινα, δάκρυα και λόγια από χώμα και ανθρωπιά. Πρόκειται για αξίες σκοτωμένες, λησμονημένες φωνές ενός δρόμου που οδηγούσε κάποτε στους ωκεανούς και την ακμή. Ο Κώστας Μπούζας είναι οδοδείκτης, είναι λυρικός και θαρραλέος. Πολλοί θα πουν περιγράφει τα γκρεμισμένα πια θερμοκήπια, πολλοί θα πουν πως χαράζει τρελές φιγούρες σε μια ατμόσφαιρα θολή. Και όμως πίσω απ΄τα φώτα του θεάτρου άνθρωποι όπως ο ποιητής Κώστας Μπούζας κρατούν ακόμη την υγεία ενός θερινού βλέμματος, την ευλογημένη εντύπωση απ΄τον κήπο των πριγκήπων του Καρόλου Τσίζεκ. Ακόμη και αν οι θεοί κηλιδώθηκαν, ακόμη και αν εσύ Φρύνη δεν φαντάστηκες ποτέ την κατάπτωση του έρωτα και εκείνα τα επίκαιρα υποστυλώματα στην κορυφή των Αθηνών, υπάρχουν ακόμη ποιητές. Τα χαρακτικά, οι πολύχρωμοι χαρταετοί που μας αφήνουν αδιάφορους και όμως κρατούν κάτι απ΄τον πόνο και τη ρίζα μας και αναπλάθουν με την αρχαία συνταγή τις καινούριες αξίες.
Εδώ και αιώνες, στα παλιά, βυζαντινά μας σπίτια, οι καθρέφτες που κοιτούν προς τους τοίχους, τα μάτια που απατώνται μες στον αστικό βυθό. Σε τούτα τα μέρη το σώμα έγινε βία, η ερωτική πράξη ανάγνωση. Με μια επαίσχυντη ομολογία ανακηρύξαμε φτωχά τ΄αλφάβητα, τους περασμένους κώδικες. Την ιστορία, τη μνήμη, την προϊστορία. Δοσμένοι στις προκαταλήψεις μας ορίσαμε αυθαίρετα το αληθές και το ψεύτικο. Απαιτήσαμε απ΄την τέχνη τη στράτευση στις ιδεολογίες, τα κοινωνικά οράματα, λησμονώντας για πάντα ανθρώπους και αισθήματα. Και όμως η επίκαιρη κρίση που θα΄ταν καλύτερα να λογιστεί ως το τέλος μιας μακράς παρακμής φέρνει στα νερά της στέρεες φωνές, κραυγές που κρατούν το ρυθμό και την τεχνική του ελληνικού, αστείρευτου μυθιστορήματος. Παιδιά του Ομήρου, οι χαράκτες των νέων κεραμεικών, ποιητές γεμάτοι αγωνία. Δημιουργοί που πονούν τις φλέβες τους με το σκοτεινό, ελληνικό φεγγάρι και αποστρέφονται για πάντα τις μεροβίγγειες δυναστείες και τους διασώστες.
Ποιητές όπως ο Κώστας Μπούζας προσβλέπουν σε μια τέχνη δίχως κανόνες. Μια τέχνη που περιφρονεί τους κανόνες της ομορφιάς και στηρίζεται εξολοκλήρου στο ένστικτο, το μυαλό και την παράδοση, πέρα από κανόνες. Ίσως για αυτό ανάμεσα σ΄αυτούς τους δημιουργούς μπορεί κανείς να βρει τη γνήσια φωνή. Η ποίηση του Μπούζα περιφρονεί τις αλυσίδες της τεχνικής, στρατεύεται στο πλευρό του ανθρώπου μιας εποχής όπως η δική μας. Η ανταπόκρισή μας εμπρός σε τέτοιες προτάσεις δεν μπορεί ποτέ να προβλεφθεί. Ίσως γιατί όπως επισημαίνει ο Πέτρος Χάρης στις «Ημέρες Οργής» κανείς δεν γνωρίζει ως πού θα φτάσει εκείνος που σπάει τις αλυσίδες. Εκείνος που κρατά ακόμη αναλλοίωτο το καρδιόσχημο πρόσωπό του. Η τέχνη του αφορά τις χαμένες καρδιές μας.

(Πηγή: Επίλεκτες Ψηφιακές Εκδόσεις:http://www.24grammata.com/)