Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Η παρτίδα

Μια ακόμη παρτίδα μόλις είχε τελειώσει κι ο Νικηφόρος έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του, χωρίς να πάρει τα μάτια του απ’ την σκακιέρα. Ήταν το μοναδικό πράγμα που μπορούσε ακόμη να του δώσει λίγη αυθόρμητη χαρά και το κυριότερο, να κρατήσει το μυαλό του μακριά από τις χίλιες δύο σκέψεις που τον βασάνιζαν.

Ήταν πραγματικά σκληρή παρτίδα, μονολόγησε, φέρνοντας στο νου του όλες τις κινήσεις. Από την αρχή είχε επιτεθεί αποφασιστικά, με όλες του τις δυνάμεις. Η σύγκρουση ήταν αδυσώπητη. Ατίθασοι ίπποι, πολυμήχανοι αξιωματικοί, στέρεοι πύργοι. Μπροστά τους οι στρατιώτες, ολόισια να προχωρούν επάνω στον εχθρό και να ανοίγουν δρόμους. Πιο πίσω οι βασιλείς, καλά προφυλαγμένοι. Και οι βασίλισσες, φρενιασμένες, να αγωνιούν για την στιγμή που θα χυθούν στην μάχη. 

Στο τέλος, βέβαια, είχε κατορθώσει να ελέγξει την κατάσταση και να κερδίσει ύστερα από ένα συγκλονιστικό φινάλε. Η σκληρή όμως αντίσταση του αντιπάλου, του είχε χαρίσει ένα αίσθημα βαθιάς ικανοποίησης. 

Όχι, αντίπαλος δεν υπήρχε. Έπαιζε, όπως κάθε βράδυ, με τον προσωπικό του υπολογιστή. Του άρεσε, αυτές τις ώρες, η απόλυτη μοναξιά και η βαθιά σιωπή. 

Εξάλλου, πάει καιρός που δεν είχε πια φίλους. Γύρω του υπήρχαν μόνο άνθρωποι που τον περιτριγύριζαν από συμφέρον, λόγω της θέσης και της ισχύος του και που θα έκαναν το παν για να κερδίσουν την εύνοιά του. Με κανέναν τους όμως δεν θα αποφάσιζε να παίξει μια παρτίδα σκάκι. Αυτό το παιχνίδι έχει ένα στοιχείο αυστηρά προσωπικό. Αποκαλύπτει χαρακτήρες, φανερώνει αδυναμίες. Κι αυτός, είναι χρόνια τώρα, που τον εαυτό του τον έκρυβε καλά.

Αναλογίστηκε, πόσες φορές εκεί έξω, στην πραγματική ζωή, αντιμετώπισε σαν πιόνια του παιχνιδιού, ανθρώπους, οικογένειες, πόλεις ολόκληρες πολλές φορές. Μια απόφαση του κι ένας άνθρωπος - πιόνι θυσιαζόταν κι έμενε χωρίς δουλειά. Μια οικογένεια - πιόνι, με τη σειρά της, βασανιζόταν από πείνα και στερήσεις. Μια άλλη απόφαση και μια πόλη - πιόνι αποκλειόταν και οδηγείτο σε μαρασμό. Η μεταφορά και μόνο ενός εργοστασίου του, ήταν αρκετή.

Ένοιωθε, τώρα το ομολογεί, μια άγρια χαρά, με την αίσθηση ότι τόσοι και τόσα ήταν εξαρτημένα από μια του λέξη. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις, που θέλοντας να απολαύσει όσο πιο πολύ μπορούσε την απόλυτη εξουσία, ντρέπεται όσο το θυμάται, προκαλούσε επίτηδες γύρω του την δυστυχία.

Όλα αυτά όμως μέχρι χθες. Μέχρι την ώρα που έμαθε πως πάσχει από την ανίατη αρρώστια. Ένας ολόκληρος κόσμος αναποδογύρισε τότε μέσα του, σε μια μόνο στιγμή. Ήταν αυτός πλέον το πιόνι. Και κάποιο άλλο χέρι, τώρα πια, την μοίρα του καθόριζε. Και η υποψία, μες στην ψυχή του, είχε γίνει πλέον βεβαιότητα. Σε τούτη την παρτίδα, την φοβερή, αυτός επρόκειτο να είναι η μελλοντική απώλεια.

Το μισοσκότεινο δωμάτιο τον έπνιγε. Πλησίασε στην βιβλιοθήκη και πήρε στα χέρια του τον τόμο με τα άπαντα του αγαπημένου του ποιητή. Με φωνή που έτρεμε, με δυσκολία διάβασε: ...αλλά κι ο ίδιος ο παίχτης είναι αιχμάλωτος μιας άλλης σκακιέρας, με μαύρες νύχτες και άσπρες μέρες. Ο Θεός κινεί τον παίχτη κι ο παίχτης τα πιόνια...

Πήρε τα μάτια του απ’ το βιβλίο και κοίταξε γύρω τρομαγμένος. Τον φόβιζε ο χρόνος. Ένοιωθε πια σαν ένας απλός άνθρωπος, ίδιος με όλους τους άλλους ανθρώπους. Και μετάνιωνε για όσα είχε κάνει παλιά. Και ορκιζόταν, πως ήταν έτοιμος να φανεί κι αυτός χρήσιμος σε τούτο το παιχνίδι που λέγεται ζωή, έστω και καθυστερημένα. Και παρακαλούσε να μην είναι αργά. 

Εκείνο το βράδυ, ο Νικηφόρος προσευχήθηκε...

(Κ. Μπούζας: Περιγράμματα,2008)