Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Η ακατάλυτη Ρωμιοσύνη

«Την δε πόλιν σοι δούναι, ούτ’ εμόν εστίν ούτ’ άλλου
των κατοικούντων εν αυτή. Κοινή γαρ γνώμη, πάντες,
αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ού φεισόμεθα της ζωής ημών».
Κων/νος ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος
(Απάντηση στο αίτημα του Μωάμεθ Β΄ για παράδοση της Πόλης)


Εικοσιεννέα του Μάη. Καμπάνες της Αγίας Σοφίας χτυπήστε θλιβερά. Η Πόλις εάλω. Η Βασιλεύουσα. Η Θεοφρούρητος. Το καύχημα των ζώντων υπό την του ηλίου Ανατολήν. Και πήρε το αγέρι την κραυγή και την ταξίδεψε στα έρημα μεϊντάνια και στους δρόμους και την έκανε θρήνο στο στόμα των Γραικών. Πικρό καρφί στο κορμί της Ρωμιοσύνης ολόκληρης.

Η Ρωμιοσύνη είναι η πονεμένη Ελλάδα, η βασανισμένη, γιατί ο πόνος είναι η καινούργια σφραγίδα του Χριστού. Κι αν η αρχαία Ελλάδα αξιώθηκε να φτιάξει αυτοκρατορίες και να ζήσει στιγμές αντρειοσύνης και δόξας, η καινούρια, η Χριστιανική, ευλογήθηκε να ζήσει την οδύνη που είναι πιο βαθιά κι από την δόξα κι απ’ την χαρά. Οι λαοί που ζούνε με πόνο και με πίστη, γράφει ο Φώτης Κόντογλου, τυπώνουνε πιο βαθιά τον χαρακτήρα τους στο σκληρό βράχο της ζωής και σφραγίζουνται με μια σφραγίδα που δεν σβήνει από τις συμφορές κι από τις αβάσταχτες καταδρομές, αλλά γίνεται πιο άσβηστη. Με τέτοια σφραγίδα είναι σφραγισμένη η Ρωμιοσύνη.

Αλήθεια, η καλοπέραση και οι υπερβολικές υλικές απολαύσεις, κρατάν τον μέσα μας άνθρωπο αδούλευτο, χοντροκομμένο. Αντίθετα, τα βάσανα είναι αυτά που κατεργάζονται τις ψυχές, σαν τα πολύτιμα πετράδια. Έτσι και τα Έθνη. Όσο πλούσια κι αν είναι, δεν μπορούν να εξαγοράσουν με τα λεφτά τους τις πνευματικές χάρες, που έχουν τα Έθνη εκείνα που καταβάλλουν, ως αντίτιμο για κάθε στιγμή της ύπαρξής τους, την αγωνία, τα δάκρυα, το αίμα...

Πολύς καιρός πέρασε. Τετρακόσια ολόκληρα χρόνια. Μα, τα μαύρα τούτα χρόνια της σκλαβιάς, κρατήθηκε αδούλωτη η Ελληνική ψυχή, με τα γράμματα, την πίστη και το φρόνημα. Κι έφτασε το Εικοσιένα και οι αδούλωτες ψυχές πήραν τα όπλα και δώσανε αγωνιστές. Και μάρτυρες. Και ολοκαυτώματα. Και τον ζυγό τους αποτίναξαν. 

Και έγραψε ο ποιητής:
Η Ρωμιοσύνη ειν’ φυλή συνόκαιρη του κόσμου. 
Κανένας δεν ευρέθηκε για να την εξαλείψει…. 
Η Ρωμιοσύνη θα χαθεί όντας ο κόσμος λείψει.

Και η Ρωμιοσύνη δεν χάθηκε. Πέρασε δια πυρός και σιδήρου. Μέσα από πολέμους τοπικούς, Βαλκανικούς. Κι από την καταστροφή της Μικρασίας. Κι απ’ την γενοκτονία που ‘καναν οι Νεότουρκοι και τον ξεριζωμό. Και από δυο πολέμους παγκοσμίους. Και από κατοχή. Κι όμως δεν χάθηκε. Πάντοτε, εκεί που έλεγαν πώς να, όπου να ‘ναι σβήνει, πάει έσβησε, αυτή ανασταινόταν και πάλι απ’ τις στάχτες της. 

Και γράφει ο ποιητής:
Την Ρωμιοσύνη μην την κλαις, εκεί που πάει να σκύψει 
Με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο
Νάτη, πετιέται αποξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει
Και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.

Κι είναι ακόμη ζωντανή. Η ακατάλυτη Ρωμιοσύνη...

(Κ. Μπούζας: Περιγράμματα,2008)