Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017

Παιχνίδια εξουσίας

(Ένας εφιάλτης)


Όλα ξεκίνησαν σαν ένα παιχνίδι. Τον έπεισαν ότι για να γίνει πολίτης αντάξιος της νέας εποχής, θα ‘πρεπε να ξεχάσει όσα μέχρι τώρα ήξερε για σημαντικά και που στην πραγματικότητα ήταν άχρηστα και σκουριασμένα. Να μάθει άλλα, χρήσιμα. Του κέντρισαν την περιέργεια. Κι αυτός δοκίμασε.



Και πρώτα απ’ όλα την Ιστορία του ψαλίδισαν, γιατί, όπως του ‘παν, αυτή φυτεύει το μίσος στους ανθρώπους. Λες και το μίσος δεν το φτιάχνουν οι άνθρωποι. Το ‘φτιαχναν κι όταν ακόμη δεν υπήρχε ιστορία.
Έτσι έχασε τη μνήμη του. Μαζί και κάθε ίχνος περηφάνειας για όσα κάποτε είχε κατορθώσει, μα και αυτοκριτικής για όποια στιγμή άσχημη υπήρχε. Καθώς η γνώση απουσίασε, έλειψε και ο παραδειγματισμός κι η αίσθηση ευθύνης. Και το χειρότερο. Μη γνωρίζοντας πια από πού έρχεται και προς τα πού  ήταν ο δρόμος του, δεν είχε πια προορισμό.


Ύστερα την Πατρίδα, μπρος στα μάτια του μειώσανε, γιατί, όπως του ‘παν, δεν έχουν θέση οι πατρίδες στο παγκόσμιο χωριό. Λες και σε μια πόλη δεν υπάρχουν κατοικίες, που η μια από την άλλη διαφέρει. Άλλοι οι άνθρωποι σε κάθε μια, άλλα αρέσκονται να βλέπουν, να ακούν, να κάνουν. Άλλα τα πράγματα που αγαπούν και που φροντίζουν να ‘χουν γύρω τους. Άλλα τα όνειρά τους, οι πόθοι, οι καημοί τους, τα προβλήματα.
Κι έτσι έγινε άπατρις. Δίχως τον οίκο του. Χωρίς τον δικό του χώρο έκφρασης και αυτοπροσδιορισμού. Και τελικά χωρίς ταυτότητα.


Έπειτα την ύπαρξη Θεού του αρνηθήκανε, γιατί, όπως του ‘παν, ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος δεν έχει ανάγκη από Θεούς. Ο άνθρωπος είναι δυνατός και κύριος του εαυτού του. Λες και το ένα αντιστρατεύεται το άλλο. Λες και δεν είναι ο Θεός που έτσι έπλασε τον άνθρωπο, γιατί έτσι τον θέλει. Ελεύθερο.
Κι έτσι έγινε άθεος. Και έπαψε να βλέπει προς τα πάνω. Απόδιωξε το μεγαλείο, χαμήλωσε το βλέμμα του, βυθίστηκε στην ύλη. Οι στόχοι του δεν ήταν πλέον υψηλοί. Του έλειψε η αίσθηση του χρέους. Χρέος άλλωστε σε ποιον; Μα το πιο θλιβερό απ’ όλα ήταν πως δεν είχε πια ελπίδα. Σε τι θα μπορούσε εξάλλου να ελπίζει; Ήταν πια ένας άνθρωπος που περίμενε απλά τον θάνατό του. Ένας απελπισμένος άνθρωπος.


Και ύστερα απ’ όλα αυτά, του γκρέμισαν την Γλώσσα. Λιθαράκι, λιθαράκι. Τόνους, πνεύματα, πτώσεις, γράμματα, καταλήξεις, λέξεις...  Η μάθησή τους χρόνο απαιτεί πολύ, έτσι του ‘παν, και ζούμε σε φρενήρη εποχή. Λες και έλειψε ο χρόνος. Λες και δεν ξοδεύεται απλόχερα σε τόσα επουσιώδη. Και κάτι άλλο είπαν. Πως ήταν παλιομοδίτικη εκείνη εκεί η Γλώσσα. Λες και τις μόδες δεν τις φτιάχνουν οι άνθρωποι. Λες και η Γλώσσα είναι θέμα μόδας. Δεν είναι ανάσα, ψυχή, ζωή...
Κι έτσι έγινε ο άνθρωπος των τριακοσίων λέξεων. Με τόσες μιλούσε όλο κι όλο. Και δεν μπορούσε να εκφράσει πια υψηλές έννοιες και νοήματα. Ούτε να αποδώσει με τον λόγο του σχέσεις αιτίου και αιτιατού. Κι είναι γνωστό, πως σε ότι δεν μπορείς να δώσεις σχήμα λόγου, αυτό μένει μέσα σου βουβό, ασχημάτιστο και τελικά συμπιέζεται και μαραζώνει ώσπου να πεθάνει.

Η μόνη παραχώρηση που έκαναν, αυτή των τριακοσίων λέξεων, ήταν στην ουσία απαραίτητη γι’ αυτούς τους ίδιους. Έπρεπε να μπορεί να καταλαβαίνει τις διαφημίσεις, για τα προϊόντα τα οποία εκαλείτο να καταναλώσει και να αντιλαμβάνεται τις διαταγές τις οποίες επρόκειτο να εκτελέσει...

(Κ. Μπούζας: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ,2008)

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

Του Αιγαίου χρώματα

Ήρθε το καλοκαιράκι. Και βγήκε ο ήλιος, μ’ όλη του την ζέση, για να ξυπνήσει τις ανθρώπινες καρδιές. Κι αυτές άνοιξαν, σαν τους ώριμους καρπούς που σκάνε στα χωράφια.

Και φόρεσε η Μυρσίνη της χαράς τα χρώματα τα γιορτινά και χύθηκε ξυπόλητη στο ακρογιάλι, πάνω σε βότσαλα καυτά, στρογγυλεμένα απ’ την αλμύρα. Και τα μακριά μαλλιά της ανέμιζαν ανέμελα, καθώς τα χάιδευε το παιχνιδιάρικο το μελτεμάκι. Και κάθε τόσο τιναζόταν σύγκορμη και τέντωνε τα χέρια, σε ένα κάλεσμα αυθόρμητο, σχεδόν παιδιάστικο.


Κι άλλες κοπέλες έσκασαν μύτη τότε απ’ τις αυλές και σαν χείμαρρος ρίχτηκαν στο κατόπι της, με μια λαχτάρα προσδοκίας να πλημμυρίζει τον αέρα. Γιατί υπάρχει κάτι που βγαίνει, βαθιά, μέσα από τη γυναίκα και που κανείς, ποτέ του, δεν κατάφερε να το καταλάβει, όσο κι αν προσπάθησε. Και δεν είναι φωνή ή μουρμούρισμα έστω, μα μήτε και ανάσα. Είναι κάτι σαν αύρα. Σαν χορός ψυχής. Κάλεσμα είναι μυστικό, ερωτικό. Και μεταφέρθηκε το μήνυμα από το παιχνιδιάρικο το μελτεμάκι. Και πετάχτηκαν όρθια τα παλικάρια απ’ το καφενείο Το Γιούσουρι, στον μόλο. Και οι ψάθινες καρέκλες και τα ξύλινα τραπέζια απέμειναν εγκαταλειμμένα, μα όχι παραπονεμένα, να τους παρακολουθούν να ξεμακραίνουν στο βάθος. Ως εκεί κάτω στο ακρογιάλι, για το αντάμωμα. Κι ύστερα, όλοι μαζί, αγόρια και κορίτσια, να πιάνουν τον χορό και το τραγούδι, πιασμένοι χέρι χέρι...

Καμάρωνε τα νιάτα ο καπετάν Νικόλας, γερμένος σ’ ένα ξύλινο τραπέζι, ρουφώντας την ρακή του. Παλιός ναυτικός, τώρα είχε το καφενείο Το Γιούσουρι, στον μόλο. Όχι ότι είχε ανάγκη να δουλεύει ως αυτή την ηλικία. Απλά, δεν μπορούσε να αποχωριστεί, ούτε για μια στιγμή, την θάλασσα, την μεγάλη αγαπημένη του. Και εγώ, αντίκρυ του καθισμένος, ν’ ακούω ένα σωρό ιστορίες για τότε που ήταν ναυτικός. Για τα ταξίδια που’ χε κάνει και για τους τόπους που ‘χε δει. 

Η παρέα των παιδιών είχε χαθεί πια πίσω απ’ τους βράχους κι ο καπετάν Νικόλας απέμεινε να κοιτάζει πέρα μακριά, την γραμμή του ορίζοντα. Αφού ήπιε ακόμη μια γουλιά ρακή, συνέχισε την διήγησή του από εκεί που είχε σταματήσει, όταν τον διέκοψαν οι χαρούμενες φωνές.

Συνάντησα χώρες στα ταξίδια μου, μου είπε, απέραντες. Με τεράστιες, εύφορες πεδιάδες. Πλούσιες. Καμιά τους όμως δεν είχε ήλιο, που να λάμπει τόσο γλυκά. Τόσο γαλάζια θάλασσα και τόσο παιχνιδιάρα. Μα δεν την βλέπεις πόσα παιχνίδια με την ακτή σκαρώνει. Να, εκεί χαϊδεύει τρυφερά μια αμμουδερή παραλία. Πιο πέρα, ανήσυχη, σκάβει αλμυρά, άγρια βράχια. Άλλες φορές πάλι, σαν έχει τρικυμία, ατίθαση χορεύει. Κι όταν νυχτώνει και η φύση γαληνεύει, αυτή μονάχα, τότε τραγουδάει. Και το τραγούδι της, λένε, πως κρύβει μέσα του και όλα τα τραγούδια των ναυτικών που την αγάπησαν. Και λένε και κάτι άλλο. Πως τις ώρες αυτές, τις μυστικές, πλανεύτρα γόησσα αυτή, κι άλλα παιδιά, αμούστακα ακόμη, μ’ αυτό τον τρόπο παλεύει να κερδίσει. Να γίνουν κι αυτοί, με την σειρά τους, ναυτικοί. Για να την κατακτήσουν και να τους κατακτήσει...

Μ’ ευγένεια σταμάτησε, καθώς απ’ τις κινήσεις μου κατάλαβε, πως είχε φτάσει η ώρα που έπρεπε να φύγω. Σηκώθηκα απ’ την καρέκλα, μ’ αργές κινήσεις κι απρόθυμα, είναι αλήθεια. Η διήγηση αυτού του ανθρώπου με είχε συνεπάρει. Σαν να το κατάλαβε, αποχαιρετώντας με, μου έβαλε στο χέρι ένα μικρό βιβλίο. Εδώ μέσα έχει πολλή θάλασσα, θα δεις, φρόντισε να με καθησυχάσει. Είναι μαρτυρίες παλιών, ντόπιων ναυτικών. Μη έχοντας τίποτε άλλο για αντιχάρισμα, του έβαλα στο χέρι το κομπολόι μου από φίλντισι. Καθώς σφίξαμε τα χέρια, οι τελευταίες λέξεις ειπώθηκαν ταυτόχρονα κι απ’ τους δυο μας: καλό καλοκαίρι και καλή αντάμωση.

(Κ. Μπούζας: ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑΤΑ,2008)

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017

Λόγια του αέρα (Ευθυμογράφημα με παροιμίες)

Καθισμένος στο μικρό καφέ της παραλίας απολάμβανε μια παγωμένη μπύρα και ως γνήσιος αεροβάμων, πάντα αφηρημένος, τι άλλο, αεροβατούσε. Στην ευχάριστη διάθεσή του συνέβαλλε και το δροσερό αεράκι που φυσούσε την ώρα εκείνη απ’ τη μεριά της θάλασσας. 

Ξαφνικά αντιλήφθηκε δίπλα του να περνάει μια αέρινη παρουσία. Όπου φυσάει ο άνεμος πάω, σκέφτηκε σαν πραγματικό ανεμοδούρι που ήταν και στη στιγμή τινάχτηκε όρθιος κι έτοιμος για επίθεση. Αέρα, έδωσε στον εαυτό του το παράγγελμα. Πιο γρήγορος κι απ’ τον άνεμο, δεν άργησε να βρεθεί δίπλα της. Ζαλίστηκε. Το άρωμά της του θύμιζε κάτι απ’ την δροσερή αύρα της ώρας εκείνης, που ερχόταν απ’ την θάλασσα.

Της μιλούσε ακατάπαυστα, σχεδόν τρέχοντας δίπλα της, χωρίς όμως καμιά ανταπόκριση απ’ τη μεριά της. Ήταν σα να ‘παιρνε τα λόγια του ο άνεμος. Ο ίδιος του έφερνε και την απάντηση: Λόγια του αέρα. Αέρας κοπανιστός, σκεφτόταν κι αυτή σαν πιο προσγειωμένη που ήταν και συνέχιζε να βαδίζει όλο και πιο γρήγορα, στρίβοντας το κεφάλι της αλλού.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και κουράστηκε να την κυνηγάει. Άει στον άνεμο, σκέφτηκε. Δεν βαριέσαι, ανεμομαζώματα… Εξ’ άλλου, αέρας και γυναίκα δεν πιάνονται. Παρ’ όλα αυτά δεν άργησε να φτιάξει το κέφι του. Ξαναγύρισε στο τραπεζάκι του, στο μικρό καφέ, φιλοσοφώντας για όσα παίρνει ο άνεμος. Στο τέλος, με στωϊκή διάθεση και παίρνοντας ύφος περισπούδαστο, κατέληξε: Άνεμος που δεν σε βλάπτει άφησε τον να φυσά.

(Κ. Μπούζας: ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ, 2009)

Σάββατο 1 Απριλίου 2017

Δρόμοι της φωτιάς (Ευθυμογράφημα με παροιμίες)

Τους ένωνε ένα φλογερό πάθος, απ’ την άλλη όμως ήταν ευέξαπτοι. Έτοιμοι να πάρουν φωτιά με το παραμικρό. 
Η σπίθα που άναψε την τελευταία πυρκαγιά ήταν μια φλογερή ύπαρξη ντυμένη στα κόκκινα, που κυριολεκτικά άναβε φωτιές.

Φωτιά στα κόκκινα, μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του, δυστυχώς όμως αρκετά δυνατά για να τ’ ακούσει το έτερόν του ήμισυ που άναψε και κόρωσε. Πυρ και μανία γύρισε κατά το μέρος του, μ’ ένα βλέμμα που πετούσε φλόγες. Μην παίζεις με την φωτιά, τον κατακεραύνωσε έτοιμη να εκραγεί. Η φωτιά με το μπαρούτι δεν ταιριάζουν, αστειεύτηκε αυτός κοιτάζοντας εναλλάξ αυτήν και την φλογερή ύπαρξη, σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει την βαριά ατμόσφαιρα. Ρίχνεις λάδι στη φωτιά, τον προειδοποίησε κι ο τόνος της φωνής της έδειχνε ότι το ευφυολόγημά του δεν είχε φέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Η φλόγα συνεχίζει να καίει, σκέφτηκε αυτός, ικανοποιημένος απ’ το ενδιαφέρον της και βάλθηκε μ’ όλες του τις δυνάμεις να την ηρεμήσει. Μη φουντώνεις, την παρακάλεσε. Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά, του γύρισε αυτή, ενώ ο τρόπος που, την ίδια στιγμή, κάρφωνε με το βλέμμα της την φλογερή ύπαρξη, σήμαινε «στην πυρά» ή κάτι παρόμοιο.

Βρήκε διέξοδο στη συζήτηση των άλλων πάνω στα επίκαιρα ζητήματα της οικονομίας. Φλέγον θέμα κι ο καθένας απ’ τους συνδαιτυμόνες κάτι είχε να πει. Φωτιά και λάβρα οι τιμές, πετάχτηκε ο πρώτος. Μας έκαψε, συμπλήρωσε ο δεύτερος. Ναι, αλλά παρέλαβε καμένη γη, αντέδρασε ένας τρίτος.

Την κατάλληλη στιγμή ο οικοδεσπότης ευγενικά τους διέκοψε. Κατάλαβε τότε ότι είχε φτάσει η ώρα για την ομιλία του. Ξεδιπλώνοντας τα χειρόγραφά του προχώρησε μπροστά. Το δίχως άλλο θα ήταν ένας πύρινος λόγος.

(Κ. Μπούζας: ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ, 2009)


Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ


Δεν είμαστε παρά βραχύβια αστέρια
που ακολουθούμε με μαθηματική ακρίβεια
την προδιαγραμμένη μας πορεία. 

Στην άνοδο, πάλλοντες, λαμπυρίζοντες ιριδισμοί.
Φωτός αέναου ενθουσιώδεις υποψίες.
Κάτοπτρα ασυνείδητα αιώνιων καιρών.
Παλμών αρχέγονων ανάξιοι δέκτες,
βαφτίζουμε τα οράματα οφθαλμαπάτες
και προχωρούμε μ’ οπτασίες
σ’ αυτό που ονομάζουμε κορυφή….

Κι εκεί ψηλά στο στέμμα καμαρώνουμε,
καθώς στολίζουμε το πλαίσιο ανώριμων καιρών.
Περήφανες πυγολαμπίδες λαμπυρίζουμε
με φως ψυχρό.
Είναι αυτό που δικαιώνει τα ιδανικά μας.
Αυτά που στον ουρανό της μνήμης μας
ολοένα έδαφος κερδίζουν.
Και εγκαθίστανται μονάρχες και δυνάστες.
Κατευθυντήριες γραμμές.
Το θλιβερό άλλοθί μας.
Το έσχατο ανάχωμα
στην επερχόμενη άτη.

Κι ύστερα σπείρες ελλειψοειδείς που ξεδιπλώνονται
μέσα σ΄αυτό που ονομάζουμε απόλυτο κενό.
Της Μνημοσύνης θλίψη.
Μ’ αγωνιώδεις συσπάσεις
εκβιάζουμε φαντάσματα φωτός,
που μας θυμίζουν κάτι
που όμως ποτέ δεν είχαμε….
Φορείς της μνήμης
που ποτέ μας δεν κερδίσαμε.
Της γνώσης αυθεντίες
που ποτέ μας δεν αγγίξαμε.
Των αισθημάτων οδηγοί
που ποτέ μας δεν πρεσβεύσαμε.
Καιρών ανώριμων τα θλιβερά αποκυήματα….

Τώρα πια έχει φτάσει η εποχή,
που τρίζουμε σαν θρύψαλα από γυαλί
στο πάτημα του ανύποπτου διαβάτη.
Που σκορπίζουμε στο φύσημα του αγέρα
σαν ψίχουλα ασήμαντα,
περιστεριών κυνηγημένων πρόχειρη τροφή.
Που νοιώθουμε τη μοναξιά.
Λουλούδια μειονότητες,
χαμένα στο λαβύρινθο της πόλης,
Αναριγούμε αγγίζοντας το είδωλο της γύρης.
Κάτοπτρα ευτελή,
ύστατου σκηνικού αποτελούμε εξαρτήματα.

Είναι μια ζάλη ομαδική
που ξαναζεί μέσα σ’ ανώριμους καιρούς.
Είναι υστερία που στερεύει το μυαλό
από κρυστάλλινες μορφές.
Είναι μια αρρώστια φοβερή
που 'χει ολότελα το νου μας κυριέψει,
καθώς η Αχερουσία είναι πλέον ορατή….

Τώρα λοιπόν που η λήθη είναι εν όψει,
το μόνο που είναι απαιτητό
είναι να μην ξεχάσουμε
κι ομολογία να χαρίσουμε,
πως δεν είμαστε παρά βραχύβια αστέρια.
Τίποτε άλλο από αποχρώσεις δευτερεύουσες
σ΄ένα λαμπρό καλειδοσκόπιο, χρωμάτων,
που αποτελούν του αιώνιου ενός τη μετουσίωση.

Δεν είμαστε παρά βραχύβια αστέρια.
Κι όμως μας δίνεται η ευκαιρία
εικόνα να κερδίσουμε,
στου Ενός την ενσωμάτωση και την πραγμάτωση.
Σαν χρώματα παράγωγα, ασήμαντα, περήφανα,
σε λαβύρινθους γιγαντιαίου πρίσματος,
τη γενετήσια αρχή αναζητούμε….
Το Λευκό….
(Κ. Μπούζας: ΤΟ ΕΝ ΤΟ ΠΑΝ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟΝ, 2002)